ἀνδρηλάτης: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδρηλάτης:''' ου ὁ карающий изгнанием Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδρηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την [[οικία]] του, [[εκδικητής]] του αίματος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀνδρηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την [[οικία]] του, [[εκδικητής]] του αίματος, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]<br />he that drives one from [[home]], the [[avenger]] of [[blood]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[ἐλαύνω]]<br />he that drives one from [[home]], the [[avenger]] of [[blood]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, ὁ, he that drives one from his home, dub.l. in A.Th.637, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
el que expulsaEteocles a Polinices, A.Th.637 (cód.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, Aesch. Spt. 619, der in die Verbannung jagt.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).
Étymologie: ἀνήρ, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρηλάτης: ου ὁ карающий изгнанием Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας αὐτοῦ, ἰδίως ὁ ἐκδικητής τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.
Greek Monolingual
ἀνδρηλάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους
2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + -ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»).
ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ].
Greek Monotonic
ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνήρ, ἐλαύνω), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την οικία του, εκδικητής του αίματος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἀνήρ, ἐλαύνω
he that drives one from home, the avenger of blood, Aesch.