ἀπαίτησις: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />réclamation, demande instante, prétention.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαιτέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />réclamation, demande instante, prétention.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαιτέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαίτησις:''' εως ἡ [[требование]] (о возврате) Her., Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπαίτησις:''' -εως, ἡ, η [[απαίτηση]] κάποιου να του επιστραφεί [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπαίτησιν ποιεῖσθαι</i>, [[προβάλλω]] επίσημη [[απαίτηση]] [[πριν]] προχωρήσω μέσω της δικαστικής οδού, σε Δημ. | |lsmtext='''ἀπαίτησις:''' -εως, ἡ, η [[απαίτηση]] κάποιου να του επιστραφεί [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>ἀπαίτησιν ποιεῖσθαι</i>, [[προβάλλω]] επίσημη [[απαίτηση]] [[πριν]] προχωρήσω μέσω της δικαστικής οδού, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀπαιτέω]]<br />a demanding [[back]], Hdt.; ἀπ. ποιεῖσθαι to make a [[formal]] [[demand]], Dem. | |mdlsjtxt=[from [[ἀπαιτέω]]<br />a demanding [[back]], Hdt.; ἀπ. ποιεῖσθαι to make a [[formal]] [[demand]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, demanding back, Hdt.5.85; Ἑλένης ἀ., name of a play by S.; ἀ. ποιεῖσθαι make a formal demand, D.33.26, cf.POxy.272.13 (i A.D.); claim, right to demand a thing, τινὸς ἔχειν ἀ. ἀπὸ τῆς πόλεως IG9(1).61 (Daulis).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 reclamación (οἱ Ἀθηναῖοι ... ἀπαίτεον τὰ ἀγάλματα) ... μετὰ τὴν ἀ. Hdt.5.85, Ἑλένας ἀ. tít. de una obra de Baquílides, B.15, Ἑλένης ἀ. tít. de una obra de Sófocles, S.Fr.176-180, ποιεῖσθαι ref. a un depósito, D.33.26, ref. a dinero, Plu.2.206f, ref. a una dote BGU 1102.25 (I a.C.), PIFAO 3.5.15 (II d.C.), en gener. LXX Soph.3.5
•ret. ἐλέγχων ἀ. petición de pruebas Hermog.Stat.18, Fortunat.Rh.105.10.
2 derecho de reclamación τούτου ἔχειν ἀπαίτησιν ... ἀπὸ τῆς ... πόλεως tener derecho a reclamar esto de la ciudad, IG 9(1).61.72 (Daulis II d.C.)
•exigencia πρὸς τὴν τῶν παρόντων ἀπαίτησιν D.C.41.43.4.
German (Pape)
[Seite 275] ἡ, das Zurückfordern, Her. 5, 85; ποιεῖσθαι Dem. 33, 26 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
réclamation, demande instante, prétention.
Étymologie: ἀπαιτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαίτησις: εως ἡ требование (о возврате) Her., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαιτεῖν τὸ ὀφειλόμενον, τὸ νὰ ζητῇ τις νὰ λάβῃ τι ὀπίσω, Ἡρόδ. 5. 85· Ἑλένης ἀπ. ὄνομα ἀπολεσθέντος δράματος τοῦ Σοφοκλ.· ἀπ. ποιεῖσθαι, ποιοῦμαι ἀπαίτησιν πρὶν ἢ προβῶ διὰ τῆς δικαστικῆς ὁδοῦ, Δημ. 901. 1.: - ἀπαίτησις, ἀξίωσις, δικαίωμα ἀπαιτήσεως, τινος ἀπό τινος Συλλ. Ἐπιγρ.1732 β. 25.
Greek Monotonic
ἀπαίτησις: -εως, ἡ, η απαίτηση κάποιου να του επιστραφεί κάτι, σε Ηρόδ.· ἀπαίτησιν ποιεῖσθαι, προβάλλω επίσημη απαίτηση πριν προχωρήσω μέσω της δικαστικής οδού, σε Δημ.
Middle Liddell
[from ἀπαιτέω
a demanding back, Hdt.; ἀπ. ποιεῖσθαι to make a formal demand, Dem.