ἀπολογητικός: Difference between revisions
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] vertheidigend, entschuldigend, [[λόγος]] Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] vertheidigend, entschuldigend, [[λόγος]] Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολογητικός:''' [[защитительный]], [[оправдательный]] ([[λόγος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀπολογητικός]], -ή, -όν)<br />[[κατάλληλος]] για [[απολογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με την [[απολογία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἀπολογητική</i><br />ο [[τομέας]] της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη [[δικαίωση]] της χριστιανικής πίστης με την [[επισήμανση]] της αξιοπιστίας της και την [[αντίκρουση]] των αιτιάσεων και κατηγοριών [[εναντίον]] της. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀπολογητικός]], -ή, -όν)<br />[[κατάλληλος]] για [[απολογία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με την [[απολογία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἀπολογητική</i><br />ο [[τομέας]] της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη [[δικαίωση]] της χριστιανικής πίστης με την [[επισήμανση]] της αξιοπιστίας της και την [[αντίκρουση]] των αιτιάσεων και κατηγοριών [[εναντίον]] της. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, suitable for defence, apologetic, Arist.Rh.Al.1421b10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. apologeticum Isid.Etym.6.8.6, Hieron.Ep.80.2
apologético, de defensa subst. como tít. de obras de autores cristianos ἀ. δεύτερος Ath.Al.Apol.Sec.tít., ἀ. εἰς τὸν ἑαυτοῦ πατέρα Gr.Naz.M.35.820A, cf. Isid.l.c., Hieron.l.c.
German (Pape)
[Seite 313] vertheidigend, entschuldigend, λόγος Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολογητικός: защитительный, оправдательный (λόγος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολογητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀπολογίαν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βυζ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀπολογητικός, -ή, -όν)
κατάλληλος για απολογία
νεοελλ.
1. σχετικός με την απολογία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀπολογητική
ο τομέας της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη δικαίωση της χριστιανικής πίστης με την επισήμανση της αξιοπιστίας της και την αντίκρουση των αιτιάσεων και κατηγοριών εναντίον της.