ἀπόζω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἄπωζον, <i>f.</i> ἀποζήσω;<br /><b>1</b> exhaler une odeur : τινός de qch;<br /><b>2</b> • <i>impers.</i> ἀπόζει il se dégage une odeur : τῆς χώρης HDT de la contrée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄζω]]. | |btext=<i>impf.</i> ἄπωζον, <i>f.</i> ἀποζήσω;<br /><b>1</b> exhaler une odeur : τινός de qch;<br /><b>2</b> • <i>impers.</i> ἀπόζει il se dégage une odeur : τῆς χώρης HDT de la contrée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόζω:''' [[пахнуть]], [[благоухать]] (τινός Her., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόζω:''' μέλ. <i>-οζήσω</i>, [[αναδίδω]] κάποια [[οσμή]], <i>τινος</i>, απρόσ., <i>ἀπόζει τῆς Ἀραβίας</i>, μια [[οσμή]] έρχεται από τη [[χώρα]] της Αραβίας, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀπόζω:''' μέλ. <i>-οζήσω</i>, [[αναδίδω]] κάποια [[οσμή]], <i>τινος</i>, απρόσ., <i>ἀπόζει τῆς Ἀραβίας</i>, μια [[οσμή]] έρχεται από τη [[χώρα]] της Αραβίας, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[smell]] of [[something]], τινος Ibyc.:— impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης [[there]] [[comes]] an [[odour]] from [[Arabia]], Hdt. | |mdlsjtxt=<br />to [[smell]] of [[something]], τινος Ibyc.:— impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης [[there]] [[comes]] an [[odour]] from [[Arabia]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:16, 3 October 2022
English (LSJ)
A smell of something, τινός Luc.DMar.1.5, Plu.2.13f: abs., Longus4.1. II impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης there comes an odour from Arabia, Hdt.3.113, cf. Luc.Cyn.17.
Spanish (DGE)
1 oler c. gen. κινάβρας Luc.DMar.1.5, μήλων ἢ ῥόδων Aristaenet.1.12.22
•fig. τῆς νεκρᾶς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δυσωδίας ἀ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.25.4
•abs. oler a algo Longus 4.1, Luc.Cyn.17.
2 impers. venir un olor ἀπόζει ... τῆς Ἀραβίης θεσπέσιον ὡς ἡδύ Hdt.3.113.
German (Pape)
[Seite 302] (s. ὄζω), 1) nach etwas riechen, τινός Ibyc. 42; μύρου Rufin. 1, wie Plut. ed. lib. 18. – 2) ausduften, ἡδὺ τῆς χώρης Her. 3, 113; Sp., z. B. Luc. Cyn. 117.
French (Bailly abrégé)
impf. ἄπωζον, f. ἀποζήσω;
1 exhaler une odeur : τινός de qch;
2 • impers. ἀπόζει il se dégage une odeur : τῆς χώρης HDT de la contrée.
Étymologie: ἀπό, ὄζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόζω: пахнуть, благоухать (τινός Her., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόζω: μέλλ. -οζήσω, ἔχω τὴν ὀσμήν τινος, Ἴβυκ. 42, Schneidew., Πλούτ. 2. 13Ε: ἀπολ., Λογγ. 1. ΙΙ. ἀπρόσ., ἀπόζει δὲ τῆς χώρης τῆς Ἀραβίης… ἡδύ, γλυκεῖα ὀσμὴ ἔρχεται ὡς πνοὴ ἐκ τῆς χώρας τῆς Αραβίας, Ἡρόδ. 3. 313, πρβλ. Λουκ. Κυν. 17.
Greek Monolingual
(-έω) (Α ἀποζῶ, -άω)
1. κερδίζω τα προς το ζην, τα αναγκαία
2. ζω με πενιχρά εισοδήματα, φτωχικά.
ἀπόζω (Α) όζω
1. αναδίδω οσμή
2. απρόσ. αναδίδεται οσμή.
Greek Monotonic
ἀπόζω: μέλ. -οζήσω, αναδίδω κάποια οσμή, τινος, απρόσ., ἀπόζει τῆς Ἀραβίας, μια οσμή έρχεται από τη χώρα της Αραβίας, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to smell of something, τινος Ibyc.:— impers., ἀπόζει τῆς Ἀραβίης there comes an odour from Arabia, Hdt.