ἀρωματοφόρος: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui produit des aromates.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui produit des aromates.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]], [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρωματοφόρος:''' [[дающий ароматические растения]] (sc. γῆ Plut., Luc.) или вещества (δένδρα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀρωματοφόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[άρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χώρα]])<br /><b>1.</b> αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[αυλικός]], [[υπεύθυνος]] για τα αρώματα του κυρίου του. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἀρωματοφόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[άρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χώρα]])<br /><b>1.</b> αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[αυλικός]], [[υπεύθυνος]] για τα αρώματα του κυρίου του. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:29, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A spice-bearing, (γῆ) Str.1.2.32; Ἀραβία Dsc.1.13, cf. Plu.Alex.25, Luc.Macr.17. 2 Subst. -φόρος, ὁ, servant in charge of spices, J.AJ17.8.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 productor de aromas o perfumes, Ἀραβία Dsc.1.13
•subst. ἡ ἀ. de Arabia y el próximo Oriente, Str.1.2.32, Plu.Alex.25, 2.179c, Luc.Macr.17.
2 portador de aromas, turiferario en cortejos fúnebres, I.BI 1.673, AI 17.199.
German (Pape)
[Seite 368] Gewürzkräuter tragend, Strab.; Plut. Alex. 25; Luc. Macrob. 17; δένδρα Arist. plant. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des aromates.
Étymologie: ἄρωμα, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρωματοφόρος: дающий ароматические растения (sc. γῆ Plut., Luc.) или вещества (δένδρα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματοφόρος: -ον, ὁ παράγων ἀρώματα, ἀρωματοφόρων δένδρων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Στράβ. 39, Πλουτ. Ἀλέξ. 25, Ἠθ. 179E.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀρωματοφόρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει άρωμα
αρχ.
(για χώρα)
1. αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά
2. ως ουσ. αυλικός, υπεύθυνος για τα αρώματα του κυρίου του.