ἀρτιτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />que l'on nourrit encore, encore à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[τρέφω]].
|btext=ής, ές :<br />que l'on nourrit encore, encore à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιτρεφής:''' [[новорожденный]]: βλαχαὶ ἀρτιτρεφεῖς Aesch. крики младенцев.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που [[μόλις]] άρχισε να τρέφεται, <i>ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί</i>, [[κλαψούρισμα]] μικρών παιδιών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀρτιτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που [[μόλις]] άρχισε να τρέφεται, <i>ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί</i>, [[κλαψούρισμα]] μικρών παιδιών, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιτρεφής:''' [[новорожденный]]: βλαχαὶ ἀρτιτρεφεῖς Aesch. крики младенцев.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />[[just]] nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of [[young]] children, Aesch.
|mdlsjtxt=[[τρέφω]]<br />[[just]] nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of [[young]] children, Aesch.
}}
}}

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιτρεφής Medium diacritics: ἀρτιτρεφής Low diacritics: αρτιτρεφής Capitals: ΑΡΤΙΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: artitrephḗs Transliteration B: artitrephēs Transliteration C: artitrefis Beta Code: a)rtitrefh/s

English (LSJ)

ές, just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί wailings of young children, A.Th. 350 cod. Med. (v.l. ἀρτιβρεφεῖς).

Spanish (DGE)

-ές
que apenas empieza a criarse, propio de un crío βλαχαί vagidos infantiles A.Th.351, cf. Sch.A.A.724a (p.158S.).

German (Pape)

[Seite 362] ές, was noch genährt wird, neugeboren, Aesch. Spt. 332, mit der v.l. αρτιβρεφής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
que l'on nourrit encore, encore à la mamelle.
Étymologie: ἄρτι, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιτρεφής: новорожденный: βλαχαὶ ἀρτιτρεφεῖς Aesch. крики младенцев.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιτρεφής: -ές, ὁ ἄρτι τρεφόμενος, ὁ πρὸ μικροῦ θηλάζων, ἐπὶ νεογνοῦ, βλαχαὶ δ’ αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται, «ἀρτιτρεφεῖς· ἀρτιτρεφῶν, ἤτοι νεογνῶν, ἔδει εἰπεῖν πρὸς τὸ μαστιδίων, ἐπήνεγκε δὲ πρὸς τὸ βληχαί, αἵτινες τῶν νηπίων ἦσαν» (Σχόλ.) Αἰσχύλ. Θήβ. 350 (κατὰ τὸν Μεδ. Κώδικα)· ὑπάρχει διάφ. γραφ. ἀρτιβρεφεῖς: ὁ Schütz διορθοῖ ἄρτι βρεφῶν.

Greek Monolingual

ἀρτιτρεφής, -ές (Α)
αυτός που μόλις τώρα άρχισε να τρέφεται με μητρικό γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + τρεφής < τρέφω (πρβλ. αλιτρεφής, απαλοτρεφής)].

Greek Monotonic

ἀρτιτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που μόλις άρχισε να τρέφεται, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί, κλαψούρισμα μικρών παιδιών, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τρέφω
just nursed, ἀρτιτρεφεῖς βλαχαί the wailings of young children, Aesch.