ἀσώδης: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες:<br />dégoûté, blasé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄση]], -ωδης.<br /><span class="bld">2</span>ης, ες:<br />marécageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσις]].
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες:<br />dégoûté, blasé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄση]], -ωδης.<br /><span class="bld">2</span>ης, ες:<br />marécageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσώδης:''' [[ἄση]] пресыщенный, наевшийся до отвала Plut.<br />[[ἄσις]] илистый ([[χέρσος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άση]]<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται [[αηδία]] ή [[ναυτία]] από το υπερβολικό [[φαγητό]], αυτός που έφαγε [[μέχρι]] κορεσμού<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[ναυτία]] («[[ἀσώδης]] [[ὀδύνη]]»).<br /><b>(II)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άσις]]<br />λασπωμένος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άση]]<br /><b>1.</b> αυτός που αισθάνεται [[αηδία]] ή [[ναυτία]] από το υπερβολικό [[φαγητό]], αυτός που έφαγε [[μέχρι]] κορεσμού<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνοδεύεται από [[ναυτία]] («[[ἀσώδης]] [[ὀδύνη]]»).<br /><b>(II)</b><br />[[ἀσώδης]], -ες (Α) [[άσις]]<br />λασπωμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσώδης:''' [[ἄση]] пресыщенный, наевшийся до отвала Plut.<br />[[ἄσις]] илистый ([[χέρσος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσώδης Medium diacritics: ἀσώδης Low diacritics: ασώδης Capitals: ΑΣΩΔΗΣ
Transliteration A: asṓdēs Transliteration B: asōdēs Transliteration C: asodis Beta Code: a)sw/dhs

English (LSJ)

[ᾰ], ες, (ἄση)
A attended with nausea, ὀδύνη prob. in Hp.Art. 19; nauseating, suffering from nausea, nauseated, disgusted, Id.Acut.67; ἀ. στόμαχοι Dsc.1.17; surfeited, Plu.2.974b. Adv. ἀσωδῶς, Ion. ἀσωδέως = with nausea Gal.10.437.
II (ἄσις) slimy, muddy, A.Supp.31 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pantanoso χέρσος A.Supp.31.
2 arenoso Hsch.
-ες
medic.
I 1que siente náuseas οἱ ἀσώδεες los pacientes con náuseas Hp.Acut.67, cf. Epid.1.26.9, Prorrh.1.76, Coac.19, ἀσώδεις στόμαχοι Dsc.1.17, ἀσώδης ὁ κάμνων Gal.15.833.
2 que comporta náusea τὰ ἐξ ἐμέτου ἀσώδεος ... μανικά los delirios maníacos a partir de un vómito con náuseas Hp.Prorrh.1.17, οἱ ... ἀσώδεες πυρετοί Hp.Coac.34, τὰ ἐπιμήνια ... ἀσώδεα Hp.Mul.2.175, ἀσώδεις διαθέσεις Gal.13.122
neutr. como subst. τὸ ἀσῶδες náusea Hp.Art.19, Prorrh.1.162, 165.
II adv. ἀσωδῶς, jón. ἀσωδέως = con náusea, con ansiedad τὸ ὑπορέγχειν ἀ. Hp.Coac.18, ἀ. κνήσεσθαι Gal.10.437.

German (Pape)

[Seite 382] ες, 1) (ἄσις) χέρσος, schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες:
dégoûté, blasé.
Étymologie: ἄση, -ωδης.
2ης, ες:
marécageux.
Étymologie: ἄσις.

Russian (Dvoretsky)

ἀσώδης: ἄση пресыщенный, наевшийся до отвала Plut.
ἄσις илистый (χέρσος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσώδης: [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, ναυτιώδης, ὀδύνη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. ἀσωδῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), ἰλυώδης, βορβορώδης, χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.

Greek Monolingual

(I)
ἀσώδης, -ες (Α) άση
1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού
2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτίαἀσώδης ὀδύνη»).
(II)
ἀσώδης, -ες (Α) άσις
λασπωμένος.