ἁλωτός: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> facile à prendre <i>ou</i> à conquérir;<br /><b>2</b> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλίσκομαι]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> facile à prendre <i>ou</i> à conquérir;<br /><b>2</b> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλίσκομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλωτός:''' (ᾰ) [adj. verb. к ἁλισκομαι]<br /><b class="num">1)</b> [[могущий быть взятым]], [[завоеванным]] Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> [[достижимый]]: τὸ ζητούμενον ἁλωτόν (ἐστιν) Soph. то, чего ищут, может быть найдено; ἁλωτὰ πόνῳ ἅπαντα Men. трудом можно достигнуть всего. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἁλίσκομαι]],<br /><b class="num">I.</b>κατακτημένος ή κυριευμένος (αυτός που μπορεί να αλωθεί), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[εφικτός]], [[κατορθωτός]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἁλωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἁλίσκομαι]],<br /><b class="num">I.</b>κατακτημένος ή κυριευμένος (αυτός που μπορεί να αλωθεί), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[εφικτός]], [[κατορθωτός]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A liable to capture or conquest, Th.6.77, Philostr.Im.1.4; ἡδονῇ ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381.
2 captured, Philostr.VA 2.10.
II attainable, τὸ ζητούμενον ἁλωτόν = what is sought for may be found S.OT111, Men.132.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I capturado ἁ. μὲν Ἀλεξάνδρῳ γένοιτο Philostr.VA 2.10, αἰχμαῖς ἁλωτοί Gr.Naz.M.38.269A, ἁλωτόν· ληπτόν Hsch.
II 1capturable o conquistable ταύτῃ μόνον ἁλωτοί ἐσμεν Th.6.77, αἱ ἐπάλξεις Philostr.Im.1.4
•fig. ἡδονῇ δ' ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381, τίνι ἁλωτός εἰμι Arr.Epict.1.25.24.
2 de abstr. alcanzable, que puede conseguirse τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν S.OT 111, cf. Men.Dysc.862
•vulnerable D.C.38.50.2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 facile à prendre ou à conquérir;
2 facile à obtenir.
Étymologie: ἁλίσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἁλωτός: (ᾰ) [adj. verb. к ἁλισκομαι]
1) могущий быть взятым, завоеванным Thuc.;
2) достижимый: τὸ ζητούμενον ἁλωτόν (ἐστιν) Soph. то, чего ищут, может быть найдено; ἁλωτὰ πόνῳ ἅπαντα Men. трудом можно достигнуть всего.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁλῶναι, ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ ἢ νικήσῃ, Θουκ. 6. 77. ΙΙ. ἐφικτός, κατορθωτός, τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, Σοφ. Ο. Τ. 111· ἁλωτὰ γίνετ’ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ ἅπαντα, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁλωτός, -ή, -όν)
αλώσιμος, ευάλωτος
αρχ.
κατορθωτός, εφικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἁλω- (πρβλ. αόρ. ἑ-άλω-ν του ρ. ἁλίσκομαι) + παραγ. κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
ἁλωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἁλίσκομαι,
I.κατακτημένος ή κυριευμένος (αυτός που μπορεί να αλωθεί), σε Θουκ.
II. εφικτός, κατορθωτός, σε Σοφ.
Middle Liddell
verb. adj. of ἁλίσκομαι
I. to be taken or conquered, Thuc.
II. attainable, Soph.