ἀχύρινος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait avec de la paille (feu).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχυρον]].
|btext=η, ον :<br />fait avec de la paille (feu).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχυρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχύρῐνος:''' (ᾰῠ) мякинный, соломенный: ἀ. [[φλόξ]] Plut. горящая солома.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και αχυρένιος, -α, -ο (Α [[ἀχύρινος]], -η, -ο)<br /><b>νεοελλ.</b><br />φτιαγμένος από [[άχυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀχυρίνη [[φλόξ]]» — [[φλόγα]] που άναψε με άχυρα ως [[προσάναμμα]].
|mltxt=-η, -ο και αχυρένιος, -α, -ο (Α [[ἀχύρινος]], -η, -ο)<br /><b>νεοελλ.</b><br />φτιαγμένος από [[άχυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀχυρίνη [[φλόξ]]» — [[φλόγα]] που άναψε με άχυρα ως [[προσάναμμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχύρῐνος:''' (ᾰῠ) мякинный, соломенный: ἀ. [[φλόξ]] Plut. горящая солома.
}}
}}

Latest revision as of 18:47, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχῠρινος Medium diacritics: ἀχύρινος Low diacritics: αχύρινος Capitals: ΑΧΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: achýrinos Transliteration B: achyrinos Transliteration C: achyrinos Beta Code: a)xu/rinos

English (LSJ)

η, ον, fed by chaff, φλόξ Plu.2.658d.

Spanish (DGE)

-η, -ον hecho de o con paja φλόξ Plu.2.658d.

German (Pape)

[Seite 420] von Spreu, φλόξ Plut. Symp. 3, 10, 3.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec de la paille (feu).
Étymologie: ἄχυρον.

Russian (Dvoretsky)

ἀχύρῐνος: (ᾰῠ) мякинный, соломенный: ἀ. φλόξ Plut. горящая солома.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχύρινος: -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης φλογός ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχυρένιος, -α, -ο (Α ἀχύρινος, -η, -ο)
νεοελλ.
φτιαγμένος από άχυρο
αρχ.
φρ. «ἀχυρίνη φλόξ» — φλόγα που άναψε με άχυρα ως προσάναμμα.