ἐμποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action d'empêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action d'empêcher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποδισμός:''' ὁ [[препятствование]], [[противодействие]] (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αμποδισμός, ο (Α [[ἐμποδισμός]])<br />[[εμπόδιση]], [[εμπόδιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως προσωποπ.) [[άγριος]], [[σοβαρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> συγκρατημένος («σαν [[ποταμός]] [[χειμωνικός]], π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).
|mltxt=και αμποδισμός, ο (Α [[ἐμποδισμός]])<br />[[εμπόδιση]], [[εμπόδιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως προσωποπ.) [[άγριος]], [[σοβαρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> συγκρατημένος («σαν [[ποταμός]] [[χειμωνικός]], π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποδισμός:''' ὁ [[препятствование]], [[противодействие]] (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδισμός Medium diacritics: ἐμποδισμός Low diacritics: εμποδισμός Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: empodismós Transliteration B: empodismos Transliteration C: empodismos Beta Code: e)mpodismo/s

English (LSJ)

ὁ, hindering, impeding, ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh.1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.Top.161a15; ἡδονῶν Secund.Sent.10.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐ. ταῖς βουλήσεσιν Arist.Rh.1378b18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ sin ninguna traba I.AI 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐ. Arr.Epict.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐ. Secund.Sent.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones Hero Dioptr.27.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, das Verhindern, Hinderniß; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d'empêcher.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποδισμός:препятствование, противодействие (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδισμός: ὁ, ἐμπόδισμα, κώλυμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.

Greek Monolingual

και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός)
εμπόδιση, εμπόδιο
μσν.
1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος
2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).