ἐμμέθοδος: Difference between revisions
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμμέθοδος:''' [[методически построенный]], [[продуманный]] ([[λόγος]] Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμμέθοδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με μέθοδο, [[μεθοδικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμμέθοδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μεθοδικότητα]], [[συστηματική]] [[τακτοποίηση]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμμέθοδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με μέθοδο, [[μεθοδικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμμέθοδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μεθοδικότητα]], [[συστηματική]] [[τακτοποίηση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, according to rule or system, S.E.P.2.21; τὸ ἐ. systematic arrangement, Ph.2.512. Adv. -δως systematically, Cleom.2.1, Hero*Deff.138.5, A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, etc.: Comp. -ώτερον Procl.Hyp.6.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 conforme a un método o criterio, sistemático, científico ἐμμεθόδοις ἀποδείξεσι χρησάμενοι S.E.M.1.188, λόγος S.E.P.2.21, Ammon.in Int.82.29, χειρουργία ἐστὶν ἄρσις ἐ. τοῦ ... ἀλλοτρίου Gal.14.780, ἀποφυγή Aristid.Quint.133.2, cf. Procl.in Ti.1.261.18, Simp.in Cael.656.5, compar. τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου ... ἐμμεθοδώτερον κατεσκεύασται Procl.Hyp.6.2
•subst. τὸ ἐμμέθοδον sistematicidad λογικῇ φύσει τὸ ἐ. οἰκεῖον Ph.2.512, cf. S.E.P.2.48.
2 adv. -ως metódica, sistemáticamente σαφῶς τε καὶ ἐ. δείξομεν Hero Def.138.5, cf. A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, ἐ. δὲ χρῆται τῇ αἰτίᾳ Asp.in EN 15.3, cf. Aët.11.29, τὰ ἑξάγωνα ὁ Ποτάμων ἐ. ἀνέγραψε Simp.in Cael.654.12, cf. Aristid.Pro.139.3, Cleom.2.1.343, Syrian.in Hermog.2.81.2.
German (Pape)
[Seite 808] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμέθοδος: методически построенный, продуманный (λόγος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμέθοδος: -ον, μεθοδικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, διάταξις, Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, μεθοδικῶς, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐμμέθοδος, -ον)
1. αυτός που γίνεται με μέθοδο, μεθοδικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμέθοδο(ν)
μεθοδικότητα, συστηματική τακτοποίηση.