ἐνετός: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />introduit dans ; aposté, suborné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίημι]]. | |btext=ή, όν :<br />introduit dans ; aposté, suborné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνετός:''' [adj. verb. к [[ἐνίημι]] подосланный ([[ὑπό]] τινος Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀναστάς]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνετός]], -ή, -όν (AM) [[ἐνίημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος<br /><b>2.</b> αυτός που διαχέεται [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[βαλτός]], [[εγκάθετος]]. | |mltxt=[[ἐνετός]], -ή, -όν (AM) [[ἐνίημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος<br /><b>2.</b> αυτός που διαχέεται [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[βαλτός]], [[εγκάθετος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A inserted, σκυταλίδες J.AJ3.6.5; for injection, τροχίσκοι Paul.Aeg.7.12 (v.l. ἐνετικῶν.) II suborned, X.Cyr.1.6.19, An.7.6.41, App.BC1.22, Mith.59.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ἔνετος I.AI 3.136
1 de pers. comprado, instigado, inducido a hablar por dinero ἄλλοι δ' ἐνετοὶ λέγοντες X.Cyr.1.6.19, cf. App.BC 1.22
•subst. ἐκβοησάντων δὲ τῶν ἐνετῶν ὅτι ... App.Mith.59
•c. ὑπό y gen. Πολυκράτης ... εἶπεν ἐ. ὑπὸ Ξενοφῶντος X.An.7.6.41, cf. Men.Fr.537.2.
2 de cosas inserto δι' αὐτῶν ἔνετοι σκυταλίδες I.AI l.c.
3 medic. que se introduce, que se administra por el ano, de medicamentos, Paul.Aeg.7.12.1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
introduit dans ; aposté, suborné.
Étymologie: ἐνίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνετός: [adj. verb. к ἐνίημι подосланный (ὑπό τινος Xen. - v.l. ἀναστάς).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνετός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐνίημι, ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. κατασκευαστός, ψευδής, ἐγκάθετος, «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς ὑπὲρ Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.
Greek Monolingual
ἐνετός, -ή, -όν (AM) ἐνίημι
1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος
2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι
3. βαλτός, εγκάθετος.