ἐμφόρησις: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφορέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφόρησις:''' εως ἡ тж. pl. [[неумеренное потребление]] (σαρκῶν Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμφόρησις]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[υπερπλήρωση]]<br /><b>2.</b> υπερβολική [[πολυφαγία]] και [[πολυποσία]]<br /><b>3.</b> υπερβολική [[ηδονή]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπνευση]], [[επίπνοια]], [[επινόηση]].
|mltxt=[[ἐμφόρησις]], η (AM)<br /><b>1.</b> [[υπερπλήρωση]]<br /><b>2.</b> υπερβολική [[πολυφαγία]] και [[πολυποσία]]<br /><b>3.</b> υπερβολική [[ηδονή]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπνευση]], [[επίπνοια]], [[επινόηση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφόρησις:''' εως ἡ тж. pl. [[неумеренное потребление]] (σαρκῶν Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφόρησις Medium diacritics: ἐμφόρησις Low diacritics: εμφόρησις Capitals: ΕΜΦΟΡΗΣΙΣ
Transliteration A: emphórēsis Transliteration B: emphorēsis Transliteration C: emforisis Beta Code: e)mfo/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, greedy eating and drinking, Ath.1.10b; σαρκῶν ἐμφορήσεις Plu.2.472b; τῶν ἀλλοτρίων σωμάτων Porph.Abst.1.34; repletion, Paul.Aeg.6.96.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [plu. nom. -ιες Androcydes en Plu.2.995e]
1 hartura, saciedad de alimentos, c. gen. obj. σαρκῶν Androcides l.c., οἴνου como causa de enfermedad, Gal.19.545, cf. Porph.Abst.1.34, Chrys.M.64.18, op. ἀποχή Ast.Am.Hom.14.9.1, οὐ διψήσεως ἄκος, ἄλλ' ἐμφορήσεως ἕνεκα no un remedio para la sed, sino para saciar Ath.10b, cf. Paul.Aeg.6.96.2, en sent. fig. ἀγαθῶν Herm.in Phdr.138, τοῦ ἔρωτος Herm.in Phdr.164.
2 carga εἰ σάρκινος εἶ, ἔχεις ... τὴν ἥδιστην ἐμφόρησιν Gr.Nyss.Hom.Par.84.5.
3 traída, acción de traer μὴ ... τισιν δόξω λοιμώδους δυσοδμίας ἐργάζεσθαι τὴν ἐμφόρησιν no parezca a alguien que soy yo el que trae el mal olor Epiph.Const.Haer.27.4.5.

German (Pape)

[Seite 820] ἡ, unmäßiger Genuß, Übersättigung, Ath. I, 10 b u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.
Étymologie: ἐμφορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφόρησις: εως ἡ тж. pl. неумеренное потребление (σαρκῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφόρησις: -εως, ἡ, ὑπερπλήρωσις, λαίμαργος πολυφαγία καὶ πολυποσία, οὐ διψήσεως ἄκος, ἀλλ’ ἐμφορήσεως ἕνεκα Ἀθήν. 10 Β.

Greek Monolingual

ἐμφόρησις, η (AM)
1. υπερπλήρωση
2. υπερβολική πολυφαγία και πολυποσία
3. υπερβολική ηδονή, ευχαρίστηση, απόλαυση
αρχ.
έμπνευση, επίπνοια, επινόηση.