Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνιαυσιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] = Folgdm, Arist. categ. 6, 11 u. Sp., unattisch, s. Lob. zu Phryn. p. 362.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] = Folgdm, Arist. categ. 6, 11 u. Sp., unattisch, s. Lob. zu Phryn. p. 362.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνιαυσιαῖος:''' Arst., Diod. = [[ἐνιαύσιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῖον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῖος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]].
|mltxt=ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) [[ενιαυτός]]<br /><b>1.</b> [[ενιαύσιος]], [[ετήσιος]], που γίνεται [[κάθε]] χρόνο («ἐνιαυσιαῖον [[ζῴδιον]]», «ἐνιαυσιαῖος [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> ο ενός έτους, [[μονοετής]], [[χρονιάρικος]] («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», <b>Απολλόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐνιαυσιαίως</i><br />ενιαυσίως, ετησίως, κατ' [[έτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνιαυσιαῖος:''' Arst., Diod. = [[ἐνιαύσιος]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνῐαυσιαῖος Medium diacritics: ἐνιαυσιαῖος Low diacritics: ενιαυσιαίος Capitals: ΕΝΙΑΥΣΙΑΙΟΣ
Transliteration A: eniausiaîos Transliteration B: eniausiaios Transliteration C: eniafsiaios Beta Code: e)niausiai=os

English (LSJ)

α, ον, = ἐνιαύσιος (lasting a year) III, Arist.Cat.5b5, D.S.11.69 (s.v.l.); A κύκλος Jul.Or.4.155b; χρόνος πμασπ. 159.20 (vi A.D.); ζῴδιον, = ἐνιαυτοῦ κύριον, Balbillus in Cat.Cod.Astr.8(4).240. II = ἐνιαύσιος (of a year, one year old) Ι, ἄρνες J. AJ3.10.1; ἄμπελοι Gp.3.2.1. III = ἐνιαύσιος (annual) ΙΙ, J.BJ2.16.4, Gp.2.44.2.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1que tiene un año, de un año de edad, βρέφος FD 6.43.11 (II a.C.), ἄρνες I.AI 3.238, ἔριφος Thdt.Qu.in Le.1 (p.159), prob. del vino Graff.Dip.Hc 15, ἄμπελοι Gp.3.2.1
fig. que es como un niño de un año por su candor, Thdt.Qu.29 in Le.
2 anual, de un año de duración τοῦ γὰρ ἐνιαυσιαίου χρόνου διεληλυθότος D.S.13.38, περίοδος ἐ. ciclo periódico anual ref. a las mareas, Str.3.5.8, κατὰ τὴν τεταγμένην περίοδον τοῦ ἐνιαυσιαίου κύκλου según el período establecido del ciclo anual ref. a la fecha de la fiesta de Resurrección, Gr.Nyss.Ep.Can.204.3, cf. Olymp.Iob 39.18, ἐ. ἀλγηδών tormento de un año Gr.Nyss.M.46.101A, μέχρι περαιώσεως ἑνὸς καὶ μόνου ἐνιαυσιαίου χρόνου PMasp.159.20 (VI d.C.).
3 astrol. anual, de cada año ἐνιαυσιαῖον ζῴδιον signo del zodiaco que rige el año Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).240.22, πρὸς καθολικοὺς χρόνους καὶ ἐνιαυσιαίους καὶ μηνιαίους ref. a la posición de los astros, Vett.Val.160.28, cf. Ptol.Tetr.4.10.21, μηνιαία ἢ ἐνιαυσιαία ὑπόστασις de los astros, Vett.Val.342.24.
4 anual, que corresponde a un año φόρος I.BI 2.386.
5 anual, que tiene lugar una vez al año ἐν ταῖς μηνιαίαις ἢ ἐνιαυσιαίαις ἑορταῖς Gp.2.44.2.
II adv. -ως cada año, BGU 2788.9 (biz.).

German (Pape)

[Seite 844] = Folgdm, Arist. categ. 6, 11 u. Sp., unattisch, s. Lob. zu Phryn. p. 362.

Russian (Dvoretsky)

ἐνιαυσιαῖος: Arst., Diod. = ἐνιαύσιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνιαυσιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ. ΙΙΙ, Ἀριστ. Κατηγ. 6. 11, Διοδ. 11. 69, κτλ.

Greek Monolingual

ἐνιαυσιαῖος, -α, -ον (AM) ενιαυτός
1. ενιαύσιος, ετήσιος, που γίνεται κάθε χρόνο («ἐνιαυσιαῖον ζῴδιον», «ἐνιαυσιαῖος κύκλος»)
2. ο ενός έτους, μονοετής, χρονιάρικος («καταλιπόντος δὲ Λαβδάκου παῑδα ἐνιαυσιαῖον Λάιον», Απολλόδ.).
επίρρ...
ἐνιαυσιαίως
ενιαυσίως, ετησίως, κατ' έτος.