ἐξιτός: Difference between revisions
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui peut sortir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]². | |btext=ή, όν :<br />qui peut sortir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]². | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξῐτός:''' adj. verb. к [[ἔξειμι]] II. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, <i>τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</i>, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία [[έξοδος]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἐξῐτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, <i>τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι</i>, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία [[έξοδος]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of [[ἔξειμι]] [[εἶμι]] ibo]<br />to be [[come]] out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom [[there]] is no [[coming]] out, Hes. | |mdlsjtxt=ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of [[ἔξειμι]] [[εἶμι]] ibo]<br />to be [[come]] out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom [[there]] is no [[coming]] out, Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.
German (Pape)
[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².
Russian (Dvoretsky)
ἐξῐτός: adj. verb. к ἔξειμι II.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
Greek Monolingual
ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμι
αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἐξῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία έξοδος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of ἔξειμι εἶμι ibo]
to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.