ἐϋμμελίης: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ίω;<br /><i>adj. m.</i><br />à la forte lance.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μελία]].
|btext=<i>gén.</i> ίω;<br /><i>adj. m.</i><br />à la forte lance.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μελία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐϋμμελίης:''' [[вооруженный крепким ясеневым копьем]] ([[Πρίαμος]] Hom.; [[Κύκνος]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐϋμμελίης:''' ὁ (εὖ, [[μελία]]), Επικ. αντί <i>εὐ-μελίης</i>, οπλισμένος, [[ένοπλος]] με καλό [[δόρυ]] από [[ξύλο]] φλαμουριάς, σε Όμηρ.· <i>ἐϋμμελίω</i>, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐϋμμελίης:''' ὁ (εὖ, [[μελία]]), Επικ. αντί <i>εὐ-μελίης</i>, οπλισμένος, [[ένοπλος]] με καλό [[δόρυ]] από [[ξύλο]] φλαμουριάς, σε Όμηρ.· <i>ἐϋμμελίω</i>, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐϋμμελίης:''' [[вооруженный крепким ясеневым копьем]] ([[Πρίαμος]] Hom.; [[Κύκνος]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 20:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋμμελίης Medium diacritics: ἐϋμμελίης Low diacritics: εϋμμελίης Capitals: ΕΫΜΜΕΛΙΗΣ
Transliteration A: eümmelíēs Transliteration B: eummeliēs Transliteration C: eymmeliis Beta Code: e)u+mmeli/hs

English (LSJ)

ὁ, (εὖ, μελία) armed with good ashen spear, ἐϋμμελίω (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.Sc.368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία APl.1.6.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ (μελία), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = εὐμελίας, das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).

French (Bailly abrégé)

gén. ίω;
adj. m.
à la forte lance.
Étymologie: εὖ, μελία.

Russian (Dvoretsky)

ἐϋμμελίης: вооруженный крепким ясеневым копьем (Πρίαμος Hom.; Κύκνος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋμμελίης: ὁ, (εὖ μελία), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς ἐϋμμελίης Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην αὐτόθι 59· υἷες ἐϋμμελίαι αὐτόθι 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.

Greek Monolingual

ἐϋμμελίης, ὁ, ιων. γεν. ἐϋμμελίω, δωρ. γεν. ἐϋμμελία (Α)
οπλισμένος με καλό δόρυ από μελία, ικανός ακοντιστής, καλός πολεμιστήςΠρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + μελία «δόρυ από ξύλο μελιάς»].

Greek Monotonic

ἐϋμμελίης: ὁ (εὖ, μελία), Επικ. αντί εὐ-μελίης, οπλισμένος, ένοπλος με καλό δόρυ από ξύλο φλαμουριάς, σε Όμηρ.· ἐϋμμελίω, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ.