ἑρμογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἑρμογλυφεύς]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἑρμογλυφεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ Luc. = [[ἑρμογλυφεύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρμογλύφος:''' ὁ Luc. = [[ἑρμογλυφεύς]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑρμο-γλύφος, ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], Luc.]
|mdlsjtxt=ἑρμο-γλύφος, ὁ, = [[ἑρμογλυφεύς]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 20:07, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμογλύφος Medium diacritics: ἑρμογλύφος Low diacritics: ερμογλύφος Capitals: ΕΡΜΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: hermoglýphos Transliteration B: hermoglyphos Transliteration C: ermoglyfos Beta Code: e(rmoglu/fos

English (LSJ)

ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ib. 2, Porph. Hist. Phil. Fr. 11, Iamb. VP 34.245.

German (Pape)

[Seite 1033] ὁ, der Bildhauer, = ἑρμογλυφεύς, Luc. somn. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑρμογλυφεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλύφος: ὁ Luc. = ἑρμογλυφεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, ἄριστος ἑρμογλύφος εἶναι δοκῶν Λουκ. Ἐνυπν. 2.

Greek Monolingual

ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς)
γλύπτης, αγαλματοποιός
αρχ.
γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων του θεού Ερμή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω)
πρβλ. λιθο-γλύφος, ξυλο-γλύφος].

Greek Monotonic

ἑρμογλύφος: ὁ, = ἑρμογλυφεύς, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἑρμο-γλύφος, ὁ, = ἑρμογλυφεύς, Luc.]