ἔνυπνος: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>poét. c.</i> [[ἐνύπνιος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>poét. c.</i> [[ἐνύπνιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔνυπνος:''' Aesch., Plut. = [[ἐνύπνιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔνυπνος]], -ον (Α)<br />[[ενύπνιος]], αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[ἔνυπνος]], -ον (Α)<br />[[ενύπνιος]], αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, = ἐνύπνιος, φάντασμα Trag.Adesp.375 (anap.); ὄψις (prob. for ἐνύπνιον) E.Hec.703 Herm.
Spanish (DGE)
-ον
que aparece en los sueños φάντασμα Trag.Adesp.375
•de pers. en sueños, dormido ἔ. ἔτι ὢν ἀπήντησεν Arr.Epict.3.22.92.
German (Pape)
[Seite 860] = ἐνύπνιος, φάντασμα poet. bei Plut. de supsrst. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. c. ἐνύπνιος.
Russian (Dvoretsky)
ἔνυπνος: Aesch., Plut. = ἐνύπνιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνυπνος: -ον, = ἐνύπνιος, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 166Α· ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 401. καὶ Ἕρμανν. εἰς Ἑκάβ. 704.
Greek Monolingual
ἔνυπνος, -ον (Α)
ενύπνιος, αυτός που συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἔμαθον ἔνυπνον ὀμμάτων ἐμῶν ὄψιν», Ευρ.).