ἡνιοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tient les rênes, qui dirige ; <i>subst.</i> ὁ [[ἡνιοστρόφος]] SOPH conducteur de char.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνία]], [[στρέφω]].
|btext=ος, ον :<br />qui tient les rênes, qui dirige ; <i>subst.</i> ὁ [[ἡνιοστρόφος]] SOPH conducteur de char.<br />'''Étymologie:''' [[ἡνία]], [[στρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοστρόφος:''' ὁ [[возница]] Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοστρόφος:''' ὁ ([[στρέφω]]), αυτός που κατευθύνει, που οδηγεί με τα χαλινάρια, ο [[ηνίοχος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἡνιοστρόφος:''' ὁ ([[στρέφω]]), αυτός που κατευθύνει, που οδηγεί με τα χαλινάρια, ο [[ηνίοχος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοστρόφος:''' ὁ [[возница]] Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡνιο-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]]<br />one who guides by [[reins]], a [[charioteer]], Soph.
|mdlsjtxt=ἡνιο-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]]<br />one who guides by [[reins]], a [[charioteer]], Soph.
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοστρόφος Medium diacritics: ἡνιοστρόφος Low diacritics: ηνιοστρόφος Capitals: ΗΝΙΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hēniostróphos Transliteration B: hēniostrophos Transliteration C: iniostrofos Beta Code: h(niostro/fos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A charioteer, S.El.731. II ἡνιόστροφος, ον, Pass., guided by reins, ἡνιοστρόφου δρόμου A.Ch.1022 (sed leg. ἡνιοστροφῶ).

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, der die Zügel wendet, Wagenlenker, Soph. El. 731; δρόμος Aesch. Ch. 1018, l. d.^

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient les rênes, qui dirige ; subst.ἡνιοστρόφος SOPH conducteur de char.
Étymologie: ἡνία, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοστρόφος:возница Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοστρόφος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν διὰ τῶν ἡνιῶν, Σοφ. Ἠλ. 731· -ἡνιοστροφία, ἡ, Μανασσ. Χρον. 113. ΙΙ. ἡνιόστροφος, ον, παθ., ὁδηγούμενος διὰ τοῦ χαλινοῦ, ἡνιοστρόφου δρόμου Αἰσχύλ. Χο. 1022, ἔνθα ὁ Stanl. διώρθωσεν ἡνιοστροφῶν δρόμον.

Greek Monolingual

ἡνιόστροφος, -ον (Α)
αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»].
ἡνιοστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που στρέφει τα ηνία, που διευθύνει με τα ηνία, ο ηνίοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. οιακο-στρόφος «αυτός που κινεί το πηδάλιο». Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λ., αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ηνιόστροφος) που της προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. ετοιμόφθορος-ετοιμοφθόρος)].

Greek Monotonic

ἡνιοστρόφος: ὁ (στρέφω), αυτός που κατευθύνει, που οδηγεί με τα χαλινάρια, ο ηνίοχος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἡνιο-στρόφος, ὁ, στρέφω
one who guides by reins, a charioteer, Soph.