ἱππαρμοστής: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />commandant de cavalerie, <i>à Sparte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[ἁρμοστής]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />commandant de cavalerie, <i>à Sparte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[ἁρμοστής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππαρμοστής:''' οῦ ὁ (в Спарте) гиппармост, начальник конницы Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππαρμοστής:''' -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί [[ἵππαρχος]], [[διοικητής]] του ιππικού, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἱππαρμοστής:''' -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί [[ἵππαρχος]], [[διοικητής]] του ιππικού, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππαρμοστής:''' οῦ ὁ (в Спарте) гиппармост, начальник конницы Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππ-αρμοστής, οῦ, [Laced. for [[ἵππαρχος]],]<br />a [[commander]] of [[cavalry]], Xen.
|mdlsjtxt=ἱππ-αρμοστής, οῦ, [Laced. for [[ἵππαρχος]],]<br />a [[commander]] of [[cavalry]], Xen.
}}
}}

Revision as of 21:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαρμοστής Medium diacritics: ἱππαρμοστής Low diacritics: ιππαρμοστής Capitals: ΙΠΠΑΡΜΟΣΤΗΣ
Transliteration A: hipparmostḗs Transliteration B: hipparmostēs Transliteration C: ipparmostis Beta Code: i(pparmosth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Laced. for ἵππαρχος, commander of cavalry, X.HG4.4.10,5.12; cf. ἵπφαρμος.

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, bei den Lacedämoniern Befehlshaber der Reiterei, Xen. Hell. 4, 4, 10. 5, 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
commandant de cavalerie, à Sparte.
Étymologie: ἵππος, ἁρμοστής.

Russian (Dvoretsky)

ἱππαρμοστής: οῦ ὁ (в Спарте) гиппармост, начальник конницы Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ Λακεδαιμ. ἀντὶ τοῦ ἵππαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 10., 5. 12· πρβλ. ἱππαγρέται.

Greek Monolingual

ἱππαρμοστής, ὁ (Α)
λακων. τ. αντί ίππαρχος («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππ(ο)- + ἁρμοστής (< ἁρμόζω)].

Greek Monotonic

ἱππαρμοστής: -οῦ, ὁ, Λακεδαιμ. αντί ἵππαρχος, διοικητής του ιππικού, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱππ-αρμοστής, οῦ, [Laced. for ἵππαρχος,]
a commander of cavalry, Xen.