ἰχθυολύμης: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους (ὁ) :<br />fléau des poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[λύμη]]. | |btext=ους (ὁ) :<br />fléau des poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[λύμη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχθυολύμης:''' ου (λῡ) ὁ шутл. рыбья пагуба, ненасытный рыбоед, обжора Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰχθυολύμης:''' [λῡ], -ου, ὁ ([[λύμη]]), αυτός που λυμαίνεται, καταστρέφει τα ψάρια, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἰχθυολύμης:''' [λῡ], -ου, ὁ ([[λύμη]]), αυτός που λυμαίνεται, καταστρέφει τα ψάρια, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἰχθυο-λ¯ύμης, ου, [[λύμη]]<br />[[plague]] of [[fish]], of a fisheater, Ar. | |mdlsjtxt=ἰχθυο-λ¯ύμης, ου, [[λύμη]]<br />[[plague]] of [[fish]], of a fisheater, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
[λῡ], ου, ὁ, plague of fish, Com. epithet of a fish-eater, Ar.Pax 814.
German (Pape)
[Seite 1276] ὁ, Fischpest, komisch von einem gewaltigen Fischesser, Ar. Pax 800; vgl. B. A. 43, 23.
French (Bailly abrégé)
ους (ὁ) :
fléau des poissons.
Étymologie: ἰχθύς, λύμη.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθυολύμης: ου (λῡ) ὁ шутл. рыбья пагуба, ненасытный рыбоед, обжора Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυολύμης: λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.
Greek Monolingual
ἰχθυολύμης, ὁ (Α)
(ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) καταστροφέας τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω» (πρβλ. δικο-λύμης)].
Greek Monotonic
ἰχθυολύμης: [λῡ], -ου, ὁ (λύμη), αυτός που λυμαίνεται, καταστρέφει τα ψάρια, σε Αριστοφ.