ὀμφαλοτομία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ἡ, [[varia lectio|v.l.]] für [[ὀμφαλητομία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ἡ, [[varia lectio|v.l.]] für [[ὀμφαλητομία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφᾰλοτομία:''' ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀμφαλητομία]] και [[ὀμφαλοτομία]]) [[ομφαλοτόμος]]<br />η [[μετά]] τον τοκετό [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[διατομή]] του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών [[γύρω]] από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.
|mltxt=η (Α [[ὀμφαλητομία]] και [[ὀμφαλοτομία]]) [[ομφαλοτόμος]]<br />η [[μετά]] τον τοκετό [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[διατομή]] του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών [[γύρω]] από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφᾰλοτομία:''' ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλοτομία Medium diacritics: ὀμφαλοτομία Low diacritics: ομφαλοτομία Capitals: ΟΜΦΑΛΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: omphalotomía Transliteration B: omphalotomia Transliteration C: omfalotomia Beta Code: o)mfalotomi/a

English (LSJ)

ὀμφᾰλο-τόμος, v. ὀμφαλητ-.

German (Pape)

[Seite 343] ἡ, v.l. für ὀμφαλητομία.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλοτομία: ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.

Greek Monolingual

η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.