ὁμορέω: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />confiner, être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμορος]]. | |btext=-ῶ :<br />confiner, être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμορος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμορέω:''' ион. [[ὁμουρέω]] граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 25: | Line 28: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμορέω:''' Ιων. [[ὁμουρέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], βρίσκομαι [[επάνω]] στα [[σύνορα]], [[γειτνιάζω]] (<i>οἱ Κελτοὶ</i>) <i>ὁμουρέουσι Κυνησίοισι</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὁμορέω:''' Ιων. [[ὁμουρέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], βρίσκομαι [[επάνω]] στα [[σύνορα]], [[γειτνιάζω]] (<i>οἱ Κελτοὶ</i>) <i>ὁμουρέουσι Κυνησίοισι</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὁμορέω]],<br />ionic [[ὁμουρέω]], fut. -ήσω to [[border]] [[upon]], [[march]] with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from [[ὅμορος]] | |mdlsjtxt=[[ὁμορέω]],<br />ionic [[ὁμουρέω]], fut. -ήσω to [[border]] [[upon]], [[march]] with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from [[ὅμορος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
Ion. ὁμουρέω (also A PLond ined.2850.26 (ii B.C.)), to be ὅμορος, border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt.2.33, cf. 7.123, Hecat.163, 204, 207 J., etc.; χωρίοις ὁμορεῖν Plu. 2.292d, etc. : abs., τὰ ὁμοροῦντα τοῦ ἀέρος adjacent portions... Epicur. Ep.2p.51U. (but οἱ -οῦντες neighbours, Sent. 40); -οῦσα γῆ PAmh. 2.68.56(i A. D.), cf. PLond.l.c. II cohabit, have intercourse with, ὅπως ἄλλοισιν ὁμουρέῃ, of a woman, Perict. ap. Stob.4.28.19. (Written with ρρ, ὁμορροῦντα SIG1044.16 (Halic., iv/iii B. C.).)
German (Pape)
[Seite 339] ion. ὁμουρέω, angränzen, Gränznachbar sein, τινί, Plut. u. a. Sp., wie Hdn. 6, 7, 5, τὰ Ἰλλυρικὰ ἔθνη ὁμοροῦντα καὶ γειτνιῶντα Ἰταλίᾳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
confiner, être limitrophe de, τινι.
Étymologie: ὅμορος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμορέω: ион. ὁμουρέω граничить (τινι Her.; χωρίοις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμορέω: Ἰων. ὁμουρέω, εἶμαι ὅμορος, γειτνιάζω, συνορεύω, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Ἡρόδ. 2. 33, πρβλ. 7. 123, Ἑκαταῖος 135, κτλ.· χωρίοις ὁμορεῖν Πλούτ. 2. 292D, κτλ. ΙΙ. ὁ Ἰων. τύπος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στοβ. ὡς τῷ πλησιάζω, ἐπὶ αἰσχρῶν γυναικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁμοροῦσα γειτνιῶσα. πλησιάζουσα».
Greek Monolingual
ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) όμορος
1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω
2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁμοροῦν
τες
οι γείτονες.
Greek Monotonic
ὁμορέω: Ιων. ὁμουρέω, μέλ. -ήσω, συνορεύω, βρίσκομαι επάνω στα σύνορα, γειτνιάζω (οἱ Κελτοὶ) ὁμουρέουσι Κυνησίοισι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὁμορέω,
ionic ὁμουρέω, fut. -ήσω to border upon, march with, [οἱ Κελτοὶ] ὁμουρέουσι Κυνησίοισι Hdt. [from ὅμορος