ὁμόσκευος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />équipé <i>ou</i> vêtu de la même manière.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σκευή]].
|btext=ος, ον :<br />équipé <i>ou</i> vêtu de la même manière.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σκευή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόσκευος:''' [[одинаково вооруженный или одинаково одетый]] Thuc., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόσκευος:''' -ον ([[σκευή]]), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.
|lsmtext='''ὁμόσκευος:''' -ον ([[σκευή]]), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόσκευος:''' [[одинаково вооруженный или одинаково одетый]] Thuc., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσκευος Medium diacritics: ὁμόσκευος Low diacritics: ομόσκευος Capitals: ΟΜΟΣΚΕΥΟΣ
Transliteration A: homóskeuos Transliteration B: homoskeuos Transliteration C: omoskevos Beta Code: o(mo/skeuos

English (LSJ)

ον, equipped in the same way, Th.2.96,3.95; f.l. for ὁμόσκηνος, X.Cyr. (2.1.25)ap.D.H.Rh.8.11.

German (Pape)

[Seite 340] gleich gerüstet, gekleidet; Thuc. 2, 96. 3, 95; Luc. Tox. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
équipé ou vêtu de la même manière.
Étymologie: ὁμός, σκευή.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόσκευος: одинаково вооруженный или одинаково одетый Thuc., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσκευος: -ον, ὁ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὡπλισμένος, ἔχων τὸν αὐτὸν ὁπλισμόν, Θουκ. 2. 96., 3. 95.

Greek Monolingual

ὁμόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια πολεμική σκευή με κάποιον άλλο, ο εξοπλισμένος κατά τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία, εξάρτυση»), πρβλ. ομοιό-σκευος].

Greek Monotonic

ὁμόσκευος: -ον (σκευή), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.

Middle Liddell

ὁμό-σκευος, ον, [σκευη]
equipped in the same way, Thuc.

English (Woodhouse)

wearing similar arms

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)