ὀστρακώδης: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0400.png Seite 400]] ες, scherbenartig, Theophr., = [[ὀστρακῖτις]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0400.png Seite 400]] ες, scherbenartig, Theophr., = [[ὀστρακῖτις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀστρᾰκώδης:''' черепкообразный, т. е. покрытый жесткой кожей (οἱ καρκίνοι Arst.), панцирем (ἡ [[χελώνη]] Arst.), скорлупой (τὸ [[ᾠόν]] Arst.) или раковиной (τὸ [[ὄστρεον]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ὀστρακώδης]], -ῶδες) [[όστρακον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με όστρακο, [[οστρακοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από όστρακο, [[οστράκινος]] («[[δέρμα]] [[μαλακὸν]] καὶ μὴ ὀστρακῶδες, [[ὥσπερ]] τῆς χελώνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακώδη</i><br />(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και [[πλέον]] αρτίγονα είδη, που το [[σώμα]] τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο<br />(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] κεραμίδια, όστρακα, ή [[πετρώδης]], [[βραχώδης]], [[σκληρός]] σαν όστρακο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) πήλινα αγγεία<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀστρακώδες</i><br />(ενν. [[μέρος]]) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς. | |mltxt=-ες (ΑΜ [[ὀστρακώδης]], -ῶδες) [[όστρακον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με όστρακο, [[οστρακοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από όστρακο, [[οστράκινος]] («[[δέρμα]] [[μαλακὸν]] καὶ μὴ ὀστρακῶδες, [[ὥσπερ]] τῆς χελώνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακώδη</i><br />(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και [[πλέον]] αρτίγονα είδη, που το [[σώμα]] τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο<br />(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] κεραμίδια, όστρακα, ή [[πετρώδης]], [[βραχώδης]], [[σκληρός]] σαν όστρακο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) πήλινα αγγεία<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀστρακώδες</i><br />(ενν. [[μέρος]]) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:49, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, A like an earthen pot or sherd, testaceous, of crabs, Arist.HA525b12, al.; of the shell of the tortoise, ib.600b20; of oysters, ib.531a17; of the covering of certain eggs, Id.GA733a20, HA558a28. 2 full of potsherds, τὸ ὄρος τὸ -ῶδες LXX Jd.1.35; ὀ. τόπος POxy.941.2 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 400] ες, scherbenartig, Theophr., = ὀστρακῖτις.
Russian (Dvoretsky)
ὀστρᾰκώδης: черепкообразный, т. е. покрытый жесткой кожей (οἱ καρκίνοι Arst.), панцирем (ἡ χελώνη Arst.), скорлупой (τὸ ᾠόν Arst.) или раковиной (τὸ ὄστρεον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκώδης: -ες, ὅμοιος ὀστράκῳ, ἐπὶ καρκίνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς χελώνης, αὐτόθι 8. 17, 6· ἐπὶ ὀστρέων, αὐτόθι 4. 6, 3· ἐπὶ φλοιοῦ ᾠῶν τινων, αὐτόθι π. Ζ. Γεν. 2. 1, 20, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1. ― τὰ ὀστρακώδη, πήλινα ἀγγεῖα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 1, 2· ― πρβλ. ὀστρακόδερμος.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ὀστρακώδης, -ῶδες) όστρακον
1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής
2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη
(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και πλέον αρτίγονα είδη, που το σώμα τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακο
νεοελλ.-μσν.
αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο
(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)
αρχ.
1. (για τόπο) γεμάτος κεραμίδια, όστρακα, ή πετρώδης, βραχώδης, σκληρός σαν όστρακο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) πήλινα αγγεία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστρακώδες
(ενν. μέρος) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς.