ὅμευνος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui partage sa couche avec un autre, époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[εὐνή]].
|btext=ος, ον :<br />qui partage sa couche avec un autre, époux, épouse.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[εὐνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὅμευνος:''' ὁ и ἡ супруг, супруга Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅμευνος:''' -ον ([[εὐνή]]), [[σύντροφος]] στο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]], λέγεται και για άντρα και για [[γυναίκα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὅμευνος:''' -ον ([[εὐνή]]), [[σύντροφος]] στο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]], λέγεται και για άντρα και για [[γυναίκα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅμευνος:''' ὁ и ἡ супруг, супруга Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὅμ-ευνος, ον, [εὐνη]<br />a [[partner]] of the bed, [[consort]], [[both]] of the man and [[woman]], Anth.
|mdlsjtxt=ὅμ-ευνος, ον, [εὐνη]<br />a [[partner]] of the bed, [[consort]], [[both]] of the man and [[woman]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμευνος Medium diacritics: ὅμευνος Low diacritics: όμευνος Capitals: ΟΜΕΥΝΟΣ
Transliteration A: hómeunos Transliteration B: homeunos Transliteration C: omevnos Beta Code: o(/meunos

English (LSJ)

ον, person sleeping together, partner of the bed, bedfellow, bed partner, both of the man and woman, Maiist.3, AP7.735 (Damag.), Nic.Th.131, Man.3.148.

German (Pape)

[Seite 330] von gemeinschaftlichem Lager, zusammenschlafend, Gatte, Gattinn, sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage sa couche avec un autre, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, εὐνή.

Russian (Dvoretsky)

ὅμευνος: ὁ и ἡ супруг, супруга Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ κοιμώμενος, μετέχων τῆς αὐτῆς εὐνῆς ἢ κοίτης, ἐπί τε τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἐπὶ τῆς γυναικός, Νικ. Θηρ. 131, Ἀνθ. Π. 7, 735, Μανέθων 3. 148.

Greek Monotonic

ὅμευνος: -ον (εὐνή), σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, λέγεται και για άντρα και για γυναίκα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὅμ-ευνος, ον, [εὐνη]
a partner of the bed, consort, both of the man and woman, Anth.