ὑπεκδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπεκδύσομαι, <i>ao.2</i> [[ὑπεξέδυν]];<br />se dégager <i>ou</i> s'échapper secrètement : τῆς πανηγύρεως PLUT de l'assemblée générale.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐκδύομαι.
|btext=<i>f.</i> ὑπεκδύσομαι, <i>ao.2</i> [[ὑπεξέδυν]];<br />se dégager <i>ou</i> s'échapper secrètement : τῆς πανηγύρεως PLUT de l'assemblée générale.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἐκδύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκδύομαι:''' (aor. 2 [[ὑπεξέδυν]]) тайно уходить, убегать, ускользать (τι Eur., Plat. и τινος Plut.): ὑπεκδὺς καὶ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. тайно бежав из города.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]], [[υπεκφεύγω]], [[δραπετεύω]], το [[σκάω]], με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., <i>ὑπεκδύς</i>, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑπεκδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]], [[υπεκφεύγω]], [[δραπετεύω]], το [[σκάω]], με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., <i>ὑπεκδύς</i>, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκδύομαι:''' (aor. 2 [[ὑπεξέδυν]]) тайно уходить, убегать, ускользать (τι Eur., Plat. и τινος Plut.): ὑπεκδὺς καὶ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. тайно бежав из города.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Mid., with aor2 act., to [[slip]] out of, [[escape]], c. acc., Eur.; c. gen., Plut.; absol., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.
|mdlsjtxt=<br />Mid., with aor2 act., to [[slip]] out of, [[escape]], c. acc., Eur.; c. gen., Plut.; absol., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκδύομαι Medium diacritics: ὑπεκδύομαι Low diacritics: υπεκδύομαι Capitals: ΥΠΕΚΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypekdýomai Transliteration B: hypekdyomai Transliteration C: ypekdyomai Beta Code: u(pekdu/omai

English (LSJ)

Med., with aor. 2 and pf. Act., slip out of, escape, c. acc., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν E. Cyc.347, cf. Plu.2.170f, Opp.H.3.384, etc.: metaph., ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Phld.Sto.Herc.339.13: also c. gen., Plu.Dem.9: abs., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.1.10, Plu.Arat.9, etc.; ὑπεκδέδυκα δεῦρ' ἔξω λάθρᾳ Men.Epit.483.—An Act. impf. ὑπεξέδυνε in Babr.4.4.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεκδύσομαι, ao.2 ὑπεξέδυν;
se dégager ou s'échapper secrètement : τῆς πανηγύρεως PLUT de l'assemblée générale.
Étymologie: ὑπό, ἐκδύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκδύομαι: (aor. 2 ὑπεξέδυν) тайно уходить, убегать, ускользать (τι Eur., Plat. и τινος Plut.): ὑπεκδὺς καὶ ἀποδρὰς ἐκ τῆς πόλεως Plut. тайно бежав из города.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ.· ὑπεκφεύγω, μετ’ αἰτ., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε Εὐρ. Κύκλ. 347, πρβλ. Πλούτ. 2. 170F, κλπ.· ὡσαύτως μετὰ γεν., ὑπεκδῦναι τῆς πανηγύρεως Πλουτ. Δημ. 9· τοῦτον τὸν τρόπον ὑπεκδύομαι Ὁππ. Ἁλ. 3, 569· ἀπολ., ὑπεκδύς, ὑπεκφυγών, Ἡρόδ. 1. 10, Πλουτ. Ἄρατ. 9, κλπ.· ― Φέρεται ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεκδύνω, ὑπεξέδυνε δικτύου πολυτρήτου Βάβρ. 4. 4.

Greek Monolingual

και μτγ
ενεργ. τ. ὑπεκδύνω Α
υπεκφεύγω, αποφεύγω επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδύομαι «γδύνομαι, διαφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, υπεκφεύγω, δραπετεύω, το σκάω, με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., ὑπεκδύς, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Mid., with aor2 act., to slip out of, escape, c. acc., Eur.; c. gen., Plut.; absol., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.