ὑποχαροπός: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />légèrement azuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαροπός]].
|btext=ός, όν :<br />légèrement azuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαροπός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποχᾰροπός:''' [[довольно светлый]], [[сероватый]] или [[зеленоватый]] (ὄμματα Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποχᾰροπός:''' -όν, κάπως [[σπιρτόζος]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑποχᾰροπός:''' -όν, κάπως [[σπιρτόζος]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποχᾰροπός:''' [[довольно светлый]], [[сероватый]] или [[зеленоватый]] (ὄμματα Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπο-χᾰροπός, όν<br />[[somewhat]] [[bright]]-eyed, Xen.
|mdlsjtxt=ὑπο-χᾰροπός, όν<br />[[somewhat]] [[bright]]-eyed, Xen.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχᾰροπός Medium diacritics: ὑποχαροπός Low diacritics: υποχαροπός Capitals: ΥΠΟΧΑΡΟΠΟΣ
Transliteration A: hypocharopós Transliteration B: hypocharopos Transliteration C: ypocharopos Beta Code: u(poxaropo/s

English (LSJ)

όν, rather blue-eyed, X.Cyn.5.23 (v.l.), Dicaearch. Hist. 10, Ptol.Tetr.144; also ὑποχάροψ, PTeb.816i 14 (ii B. C.).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
légèrement azuré.
Étymologie: ὑπό, χαροπός.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχᾰροπός: довольно светлый, сероватый или зеленоватый (ὄμματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχᾰροπός: -όν, κἄπως χαροπός, Ξεν. Κυνηγ. 5. 23, Δικαίαρχ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 20.

Greek Monolingual

-όν, και ὑποχάροπος, -ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α
ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ' ὑπόγλαυκοι», Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»].
-ον, Α
βλ. ὑποχαροπός.

Greek Monotonic

ὑποχᾰροπός: -όν, κάπως σπιρτόζος, έξυπνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπο-χᾰροπός, όν
somewhat bright-eyed, Xen.