ῥαβδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rayé, cannelé, strié.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]].
|btext=ή, όν :<br />rayé, cannelé, strié.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαβδωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полосатый]] (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[плетеный из прутьев]] (θύραι Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥαβδωτός:''' -ή, -όν (από το <i>ῥαβδόω</i>, πρβλ. [[ῥάβδος]] II), αυτός που έχει ρίγες, [[ριγωτός]], [[ριγέ]], [[ραβδοειδής]], [[αυλακωτός]] (λέγεται για τους κίονες), σε Ξεν.
|lsmtext='''ῥαβδωτός:''' -ή, -όν (από το <i>ῥαβδόω</i>, πρβλ. [[ῥάβδος]] II), αυτός που έχει ρίγες, [[ριγωτός]], [[ριγέ]], [[ραβδοειδής]], [[αυλακωτός]] (λέγεται για τους κίονες), σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαβδωτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полосатый]] (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[плетеный из прутьев]] (θύραι Diod.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥαβδωτός]], ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. [[ῥάβδος]] II]<br />[[striped]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ῥαβδωτός]], ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. [[ῥάβδος]] II]<br />[[striped]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:16, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδωτός Medium diacritics: ῥαβδωτός Low diacritics: ραβδωτός Capitals: ΡΑΒΔΩΤΟΣ
Transliteration A: rhabdōtós Transliteration B: rhabdōtos Transliteration C: ravdotos Beta Code: r(abdwto/s

English (LSJ)

ή, όν, (as if from ῥαβδόω, cf. ῥάβδος) A made or plaited with rods, ῥ. θύραι wicker hurdles, D.S.3.22. II (ῥάβδος III) striped, ἱμάτια X.Cyr.8.3.16; of shells, ribbed, fluted, keeled, Arist.HA528a25, Fr.304; so of a cup, ribbed, IG11(2).162 B26 (Delos, iii B.C.), Polem.Hist.60.

German (Pape)

[Seite 830] 1) von Ruthen gemacht, geflochten, θύραι, D. Sic. 3, 22. – 2) gestreift, bes. der Länge nach; ἱμάτια, Xen. Cyr. 8, 3, 16; eine Muschelart, Arist. H. A. 4, 4; von einem Becher, Mnesith. b. Ath. XI, 484 c. S. das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rayé, cannelé, strié.
Étymologie: ῥάβδος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδωτός:
1) полосатый (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);
2) плетеный из прутьев (θύραι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδωτός: -ή, -όν, (ὅπερ ἐκ ῥήμ. ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος), πεποιημένος ἢ πεπλεγμένος ἐκ ῥάβδων, ῥ. θύραι, πλεκτὰ καλύμματα, Διόδ. 3. 22. ΙΙ. (ῥάβδος ΙΙ) ἔχων γραμμὰς ἢ σειράς, ἱμάτια Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· ἐπὶ ζῴων ἐχόντων ἐπὶ τοῦ δέρματος σειρὰς ῥαβδοειδεῖς, Λατ. virgatus, μάλιστα κατὰ μῆκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6· ἐπὶ κιόνων, αὐλακωτός, Εὐστρατ. Ὑπομνήματα εἰς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4· οὕτως ἐπὶ ποτηρίου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C. {{grml |mltxt=-ή, -ό / ῥαβδωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω
1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες»)
2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός
νεοελλ.
φρ. «ραβδωτό σώμα»
ανατ. τμήμα του εξωπυραμιδικού συστήματος του εγκεφάλου, αποτελούμενο από την κερκοφόρο και τον φακοειδή πυρήνα και εντοπιζόμενο στη βάση τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
κατασκευασμένος ή πλεγμένος από ράβδους («ῥαβδωτός... θύρας ἐπ' ἄκρας αὐτὰς ἐπιστήσαντες», Διοσκ.). }}

Greek Monotonic

ῥαβδωτός: -ή, -όν (από το ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος II), αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός, ριγέ, ραβδοειδής, αυλακωτός (λέγεται για τους κίονες), σε Ξεν.

Middle Liddell

ῥαβδωτός, ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. ῥάβδος II]
striped, Xen.