προαφηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-οῦμαι;<br />exposer auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀφηγέομαι]].
|btext=-οῦμαι;<br />exposer auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀφηγέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προαφηγέομαι''': Ἰων. προαπηγ-, ἀποθετ., διηγοῦμαι πρότερον, τὴν συμφορὴν Ἡρόδ. 3. 138. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. Α΄, σ. 258, 263.
|elnltext=προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προαφηγέομαι:''' Ιων. προ-απηγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αφηγούμαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προαφηγέομαι:''' Ιων. προ-απηγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αφηγούμαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen.
|lstext='''προαφηγέομαι''': Ἰων. προαπηγ-, ἀποθετ., διηγοῦμαι πρότερον, τὴν συμφορὴν Ἡρόδ. 3. 138. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. Α΄, σ. 258, 263.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic προ-απηγ fut. ήσομαι<br />Dep. to [[relate]] [[before]], Hdt.
|mdlsjtxt=ionic προ-απηγ fut. ήσομαι<br />Dep. to [[relate]] [[before]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαφηγέομαι Medium diacritics: προαφηγέομαι Low diacritics: προαφηγέομαι Capitals: ΠΡΟΑΦΗΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: proaphēgéomai Transliteration B: proaphēgeomai Transliteration C: proafigeomai Beta Code: proafhge/omai

English (LSJ)

Ion. προαπηγ-, relate before, τὴν συμφορήν Hdt.3.138, cf. PMasp.89.24 (vi.A.D.).

German (Pape)

[Seite 709] ion. προαπηγ., dep. med., vorher erzählen, Her. 3, 138 u. Sp., wie Synes.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
exposer auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφηγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αφηγέομαι, Ion. ptc. aor. προαπηγησάμενος, als eerste vertellen.

Greek Monotonic

προαφηγέομαι: Ιων. προ-απηγ-, μέλ. -ήσομαι, αποθ., αφηγούμαι από πριν, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προαφηγέομαι: Ἰων. προαπηγ-, ἀποθετ., διηγοῦμαι πρότερον, τὴν συμφορὴν Ἡρόδ. 3. 138. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. Α΄, σ. 258, 263.

Middle Liddell

ionic προ-απηγ fut. ήσομαι
Dep. to relate before, Hdt.