σαγηνευτήρ: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=(ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σαγηνεύς]].<br />'''Étymologie:''' [[σαγηνεύω]].
|btext=(ὁ) :<br /><i>c.</i> [[σαγηνεύς]].<br />'''Étymologie:''' [[σαγηνεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σᾰγηνευτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ σαγήνης· ἐνυεῦθεν ἐπὶ τοῦ κτενίου, πλατὺς τριχῶν σαγ. Ἀνθ. Π. 6, 211.
|elnltext=σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser; overdr.. τριχῶν σ. sleepnetvisser voor haren (= kam) AP 6.211.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''σᾰγηνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, [[ψαράς]], αλιέας· λέγεται επίσης για το [[χτένι]], για τη [[τσατσάρα]], [[τριχῶν]] [[σαγηνευτήρ]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σᾰγηνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, [[ψαράς]], αλιέας· λέγεται επίσης για το [[χτένι]], για τη [[τσατσάρα]], [[τριχῶν]] [[σαγηνευτήρ]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser; overdr.. τριχῶν σ. sleepnetvisser voor haren (= kam) AP 6.211.5.
|lstext='''σᾰγηνευτήρ''': ῆρος, , ὁ ἁλιεύων διὰ σαγήνης· ἐνυεῦθεν ἐπὶ τοῦ κτενίου, πλατὺς τριχῶν σαγ. Ἀνθ. Π. 6, 211.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from σᾰγηνεύω]<br />one who fishes with a [[drag]]-net, of a [[comb]], [[τριχῶν]] σαγ. Anth., Plut.
|mdlsjtxt=[from σᾰγηνεύω]<br />one who fishes with a [[drag]]-net, of a [[comb]], [[τριχῶν]] σαγ. Anth., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηνευτήρ Medium diacritics: σαγηνευτήρ Low diacritics: σαγηνευτήρ Capitals: ΣΑΓΗΝΕΥΤΗΡ
Transliteration A: sagēneutḗr Transliteration B: sagēneutēr Transliteration C: sagineftir Beta Code: saghneuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, one who fishes with the σαγήνη: hence, of a comb, πλατὺς τριχῶν σ. AP6.211 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 857] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 5 (VI, 211) nennt den Kamm τὸν πλατὺν τριχῶν σαγηνευτῆρα.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser; overdr.. τριχῶν σ. sleepnetvisser voor haren (= kam) AP 6.211.5.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευ-τήρ, ταριχευ-τήρ)].

Greek Monotonic

σᾰγηνευτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, ψαράς, αλιέας· λέγεται επίσης για το χτένι, για τη τσατσάρα, τριχῶν σαγηνευτήρ, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰγηνευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ σαγήνης· ἐνυεῦθεν ἐπὶ τοῦ κτενίου, πλατὺς τριχῶν σαγ. Ἀνθ. Π. 6, 211.

Middle Liddell

[from σᾰγηνεύω]
one who fishes with a drag-net, of a comb, τριχῶν σαγ. Anth., Plut.