tranquilo: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(3)
 
(CSV import)
 
Line 1: Line 1:
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἐνηής]], [[γαληνός]], [[ἀόχλητος]], [[ἐθελήμων]], [[εἰρηνικός]], [[δύσθυμος]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀνακηδής]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀτρεμής]], [[ἀπράγμων]], [[ἀτρεμαῖος]], [[ἄτρομος]], [[βραδύς]], [[ἀπερισάλπιγκτος]], [[ἄκυμος]], [[ἀπαρενόχλητος]], [[ἀπερικτύπητος]], [[ἄζαλος]], [[ἀτάραχος]], [[ἐθελημός]], [[ἄτρεστος]], [[ἀκύμων]], [[βοΐδης]], [[γαληνής]], [[γαληνιαῖος]], [[γαλήνιος]], [[γαληνώδης]], [[ἀτύρβαστος]], [[ἀκήνιος]], [[ἀκαλός]], [[ἕκηλος]], [[γαληνιώδης]], [[ἀθόρυβος]], [[ἑκήλιος]], [[ἄσαλος]]
|sltx=[[βοΐδης]], [[βραδύς]], [[γαλήνιος]], [[γαληνής]], [[γαληνιαῖος]], [[γαληνιώδης]], [[γαληνός]], [[γαληνώδης]], [[δύσθυμος]], [[εἰρηναῖος]], [[εἰρηνικός]], [[ἀθόρυβος]], [[ἀκήνιος]], [[ἀκαλός]], [[ἀκύμων]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀνακηδής]], [[ἀπαρενόχλητος]], [[ἀπερικτύπητος]], [[ἀπερισάλπιγκτος]], [[ἀπράγμων]], [[ἀτάρακτος]], [[ἀτάραχος]], [[ἀτρεμής]], [[ἀτρεμαῖος]], [[ἀτύρβαστος]], [[ἀόχλητος]], [[ἄζαλος]], [[ἄκυμος]], [[ἄσαλος]], [[ἄτρεστος]], [[ἄτρομος]], [[ἐθελήμων]], [[ἐθελημός]], [[ἐνηής]], [[ἑκήλιος]], [[ἕκηλος]]
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 10 October 2022