ἀόχλητος
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ἀόχλητον, undisturbed, calm, διαγωγή D.H.1.8: an Epicurean term, Epicur. Sent. V at.79, cf. Luc.Par.11; τὸ τῆς σαρκὸς ἀόχλητον Alciphr.3.55. Adv., Comp. ἀοχλητότερον Gal.13.597: Sup. ἀοχλητότατα Id.15.707.
Spanish (DGE)
-ον
1 calmo, sereno, tranquilo, διαγωγή D.H.1.8, τὸ τῆς σαρκὸς ἀόχλητον Alciphr.3.19.8, Luc.Par.11, cf. PSI 292.20 (III d.C.), Sm.Ib.3.18
•como calificativo del filósofo epicúreo, Epicur.Sent.Vat.[6] 79.
2 adv. compar. ἀοχλητότερον = de forma más tranquila Gal.13.597
•sup. ἀοχλητότατα = de forma muy tranquila Gal.15.707.
German (Pape)
[Seite 273] nicht belästigt, ungestört, διαγωγή D. Hal. 1, 8; τὸ τῆς σαρκὸς ἀόχλητον, die behagliche Ruhe des Körpers, eine Hauptbedingung der εὐδαιμονία bei den Epikuräern, Luc. Parasit. 11; Alciphr. 3, 35. – Adv. ἀοχλήτως, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non troublé, tranquille.
Étymologie: ἀ, ὀχλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόχλητος: -ον, ἀνενόχλητος, ἥσυχος, γαληνιαῖος, Διον. Ἁλ.1.8: ― λέξις προσφιλὴς τοῖς Ἐπικουρείοις, Λουκ. ΠΑράσ. 11. ― Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 496: ― Ὑπερθ. -ότατα Γαλην.
Greek Monolingual
ἀόχλητος, -ον (Α) οχλώ
αυτός που δεν ενοχλείται, ήσυχος.
Greek Monotonic
ἀόχλητος: -ον (ὀχλέω), ανενόχλητος, ήρεμος, γαλήνιος, σε Λουκ.