εκφάντωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκφάντωρ]], ο (AM)<br />αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα [[μυστικά]], τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο [[ιεροφάντης]] («οἱ ιερεῑς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.).
|mltxt=[[ἐκφάντωρ]], ο (AM)<br />αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα [[μυστικά]], τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο [[ιεροφάντης]] («οἱ ιερεῖς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

ἐκφάντωρ, ο (AM)
αυτός που φανερώνει, που φέρνει στο φως τα μυστικά, τα απόρρητα, τα μυστήρια, ο ιεροφάντης («οἱ ιερεῖς ἐκφάντορές εἰσι τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.).