ἐπιτρόχαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτρόχαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]], γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], αυτός που ρέει με [[ταχύτητα]] («[[ἐπιτρόχαλος]] καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιτρόχαλον<br />πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τροχός]])].
|mltxt=[[ἐπιτρόχαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]], γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], αυτός που ρέει με [[ταχύτητα]] («[[ἐπιτρόχαλος]] καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιτρόχαλον<br />πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τροχός]])].
}}
}}

Revision as of 09:17, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρόχᾰλος Medium diacritics: ἐπιτρόχαλος Low diacritics: επιτρόχαλος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: epitróchalos Transliteration B: epitrochalos Transliteration C: epitrochalos Beta Code: e)pitro/xalos

English (LSJ)

on, quickly passing, 'tripping', χρόνοι D.H.Comp.18: metaph., glib, flowing, ῥύσις τῆς λέξεως Id.Dem.40.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως iud. Dem. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court ou coule rapidement.
Étymologie: ἐπί, τρόχαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρόχᾰλος: -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, γοργός, οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., ταχύς, ταχέως ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ ταχέως».

Greek Monolingual

ἐπιτρόχαλος, -ον (Α)
1. ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)
2. ταχύς, αυτός που ρέει με ταχύτηταἐπιτρόχαλος καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτρόχαλον
πυκνῶς καὶ ταχέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τροχαλός (< τροχός)].