μάθηση: Difference between revisions

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μάθησις]], -εως, Α ιων. γεν. -ιος) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων (α. «δεν είσαι [[άνθρωπος]] της μάθησης» β. «πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)<br /><b>2.</b> [[διδασκαλία]] («τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείρα]], [[εμπειρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ μάθησιν» — [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]].
|mltxt=η (AM [[μάθησις]], -εως, Α ιων. γεν. -ιος) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων (α. «δεν είσαι [[άνθρωπος]] της μάθησης» β. «πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)<br /><b>2.</b> [[διδασκαλία]] («τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείρα]], [[εμπειρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ μάθησιν» — [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]].
}}
}}

Revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

η (AM μάθησις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος) μαθαίνω
1. η απόκτηση γνώσεων (α. «δεν είσαι άνθρωπος της μάθησης» β. «πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)
2. διδασκαλία («τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
πείρα, εμπειρία
μσν.
1. ικανότητα, επιδεξιότητα
2. φρ. «ποιῶ μάθησιν» — επινοώ, μηχανεύομαι
αρχ.
έξη, συνήθεια.