κροτητός: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κροτητός]], -ή, -όν (Α) [[κροτώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον [[κάρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κροτητά</i><br />α) είδη γλυκισμάτων<br />β) [[τμήμα]] εδάφους που έχει πατηθεί πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα<br />β) «κροτητά πηκτίδων [[μέλη]]» — τραγούδια που παίζονται με [[πλήκτρο]].
|mltxt=[[κροτητός]], -ή, -όν (Α) [[κροτώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῖ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον [[κάρα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κροτητά</i><br />α) είδη γλυκισμάτων<br />β) [[τμήμα]] εδάφους που έχει πατηθεί πολύ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα<br />β) «κροτητά πηκτίδων [[μέλη]]» — τραγούδια που παίζονται με [[πλήκτρο]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:42, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτητός Medium diacritics: κροτητός Low diacritics: κροτητός Capitals: ΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: krotētós Transliteration B: krotētos Transliteration C: krotitos Beta Code: krothto/s

English (LSJ)

ή, όν,
A stricken, sounding with blows, κάρα A.Ch. 428.
2 κροτητὰ ἅρματα = rattling, bumping chariots, S.El.714; κροτητὰ πηκτίδων μέλη = music struck from the harp, Id.Fr.241.
II τὰ κροτητά,
1 cakes of some kind, E.Fr.467.4.
2 much-trodden places, Thphr.HP6.6.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 retentissant;
2 frappé.
Étymologie: adj. verb. de κροτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροτητός -ή -όν [κροτέω] ratelend:. κτύπος κροτητῶν ἁρμάτων het lawaai van ratelende wagens Soph. El. 714. geslagen:. κροτητὸν ἀμὸν... κάρα mijn geslagen hoofd Aeschl. Ch. 428.

Russian (Dvoretsky)

κροτητός:
1) шумящий, грохочущий (ἅρματα Soph.);
2) получающий удары (κάρα Aesch.);
3) извлекаемый бряцанием по струнам (μέλη Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κροτητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κτυπημένος, ἠχῶν ἐκ τῶν κτυπημάτων, κάρα Αἰσχύλ. Χο. 428. 2) κρ. ἅρματα, κροτοῦντα, θορυβωδῶς ἠχοῦντα, (πρβλ. κροτέω Ι), Σχόλ. εἰς Ἠλ. 714· κροτητὰ πηκτίδων μέλη, παιζόμενα διὰ τοῦ πλήκτρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 227. ΙΙ. τὰ κροτητά, 1) εἴδη πλακουντίων, Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 4. 2) καλῶς πεπατημένον μέρος (ἐπὶ ἐδάφους), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 10.

Greek Monolingual

κροτητός, -ή, -όν (Α) κροτώ
1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ' ἐπιρροθεῖ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά
α) είδη γλυκισμάτων
β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ
3. φρ. α) «κροτητὰ ἅρματα» — ηχηρά ή θορυβώδη άρματα
β) «κροτητά πηκτίδων μέλη» — τραγούδια που παίζονται με πλήκτρο.

Greek Monotonic

κροτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κροτέω, χτυπημένος, αυτός που ηχεί από χτυπήματα, σε Αισχύλ.· θορυβώδης, σε Σοφ.

Middle Liddell

κροτητός, ή, όν verb. adj. of κροτέω,]
stricken, sounding with blows, Aesch.: rattling, Soph.