παραιρώ: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, Α [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, [[αποσύρω]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῖν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[αποσπώ]] [[κάτι]] από κάποιον και το [[οικειοποιούμαι]] («πόλεις | |mltxt=-έω, Α [[αιρώ]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από κάποιον, [[αποσύρω]]<br /><b>2.</b> (με γεν. διαιρ.) [[αφαιρώ]] [[μέρος]] από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῖν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραιροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[αποσπώ]] [[κάτι]] από κάποιον και το [[οικειοποιούμαι]] («πόλεις παραιρεῖται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[αφαιρώ]], [[παίρνω]] («τὰ ὅπλα πλὴν τῶν τρισχιλίων παρείλοντο», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[μειώνω]], [[μετριάζω]], [[λιγοστεύω]] («τοῦτο παραιρεῖται τὴν [[θρασύτητα]] τὴν τούτων», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[στερώ]] κάποιον από τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα ή, γενικά, από [[κάτι]] το οποίο είχε<br />ε) [[στερώ]] τον εαυτό μου από [[κάτι]]<br />στ) (για ποταμό) [[αποκόβω]], [[παρασύρω]]<br />ζ) [[υπεξαιρώ]], [[κλέβω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παραιρεῖν ἀρὰν εἴς τινα» — [[αποφεύγω]] [[κατάρα]] στρέφοντάς την [[εναντίον]] άλλου («ὧν [ἀρῶν] τήν μίαν παρεῖλες... εἰς τὸν παῑδα τὸν σόν», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:45, 13 October 2022
Greek Monolingual
-έω, Α αιρώ
1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω
2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῖν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.)
3. μέσ. παραιροῦμαι, -έομαι
α) αποσπώ κάτι από κάποιον και το οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῖται οὐδὲν αὐτῷ προσηκούσας», Δημοσθ.)
β) αφαιρώ, παίρνω («τὰ ὅπλα πλὴν τῶν τρισχιλίων παρείλοντο», Ξεν.)
γ) μειώνω, μετριάζω, λιγοστεύω («τοῦτο παραιρεῖται τὴν θρασύτητα τὴν τούτων», Δημοσθ.)
δ) στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα ή, γενικά, από κάτι το οποίο είχε
ε) στερώ τον εαυτό μου από κάτι
στ) (για ποταμό) αποκόβω, παρασύρω
ζ) υπεξαιρώ, κλέβω
4. φρ. «παραιρεῖν ἀρὰν εἴς τινα» — αποφεύγω κατάρα στρέφοντάς την εναντίον άλλου («ὧν [ἀρῶν] τήν μίαν παρεῖλες... εἰς τὸν παῑδα τὸν σόν», Ευρ.).