ρείθρο: Difference between revisions
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / ῥεῖθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. [[ῥέεθρον]] Α<br />[[ρυάκι]], [[ρεύμα]] νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[ῥέεθρον]] ἁγνοῦ Στρυμόνος», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ [[ῥέεθρον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κοίτη]] του ποταμού, η ροή του ποταμού [[μέσα]] στην [[κοίτη]] («[[ὅταν]] διαβατὸν τὸ [[ῥέεθρον]] ἴδωνται γενόμενον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αυλάκι]] που σχηματίζεται, στην [[άκρη]] του δρόμου, [[δίπλα]] στο [[πεζοδρόμιο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ρείθρα τριχωτά» — οι γραμμές που ακολουθούν σε ορισμένη [[κατεύθυνση]] οι [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> (<b>βλ.</b> -<i>θρον</i>). Ο τ. [[ῥεῖθρον]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥέεθρον]] με [[συναίρεση]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 13 October 2022
Greek Monolingual
το / ῥεῖθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α
ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.
β. «ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος», Αισχύλ.
γ. «ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.)
2. η κοίτη του ποταμού, η ροή του ποταμού μέσα στην κοίτη («ὅταν διαβατὸν τὸ ῥέεθρον ἴδωνται γενόμενον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. το αυλάκι που σχηματίζεται, στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο πεζοδρόμιο
2. φρ. «ρείθρα τριχωτά» — οι γραμμές που ακολουθούν σε ορισμένη κατεύθυνση οι τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέω + επίθημα -ε-θρον (βλ. -θρον). Ο τ. ῥεῖθρον < ῥέεθρον με συναίρεση].