προσεξερείδομαι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />στηρίζομαι [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[ὁπότε]] [[πεσόντες]] βουληθεῑεν ἢ τοῖς γόνασιν ἢ ταῖς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξερείδω]] «[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]]»].
|mltxt=Α<br />στηρίζομαι [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[ὁπότε]] [[πεσόντες]] βουληθεῖεν ἢ τοῖς γόνασιν ἢ ταῖς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξερείδω]] «[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:51, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξερείδομαι Medium diacritics: προσεξερείδομαι Low diacritics: προσεξερείδομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΡΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: prosexereídomai Transliteration B: prosexereidomai Transliteration C: proseksereidomai Beta Code: prosecerei/domai

English (LSJ)

Med., aor. inf. -ερείσασθαι, support oneself by, ταῖς χερσί Plb.3.55.4.

German (Pape)

[Seite 760] sich worauf stützen, ταῖς χερσί, Pol. 3, 55, 4.

French (Bailly abrégé)

s'appuyer fortement sur, τινι.
Étymologie: πρός, ἐξερείδομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσεξερείδομαι: опираться, упираться (ταῖς χερσί Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεξερείδομαι: Παθ., ἐπιστηρίζομαι εἴς τι, ταῖς χερσὶ Πολύβ. 3. 55, 4.

Greek Monolingual

Α
στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτιὁπότε πεσόντες βουληθεῖεν ἢ τοῖς γόνασιν ἢ ταῖς χερσὶ προσεξερείσασθαι πρὸς τὴν ἐξανάστασιν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»].

Greek Monotonic

προσεξερείδομαι: Παθ., υποστηρίζω κάποιον με, ταῖς χερσί, σε Πολύβ.

Middle Liddell


Pass. to support oneself by, ταῖς χερσί Polyb.