ναυκρατέω: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ναυκρᾰτέω, fut. -ήσω<br />to be [[master]] of the sea, Thuc.:— Pass. to be mastered at sea, Xen. [from νᾰυκράτης] | |mdlsjtxt=ναυκρᾰτέω, fut. -ήσω<br />to be [[master]] of the sea, Thuc.:— Pass. to be mastered at sea, Xen. [from νᾰυκράτης] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ῶ (=εἶμαι θαλασσοκράτορας). Παρασύνθετο ἀπό τό [[ναυκράτης]] καί [[ναυκράτωρ]] ([[ναῦς]] + κρατῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] κρατῶ καί στή λέξη [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 14 October 2022
English (LSJ)
have the command of the sea, Th.7.60:—Pass., to be mastered at sea, X.HG6.2.8.
German (Pape)
[Seite 231] mit den Schiffen zur See die Oberhand haben, siegen, Thuc. 7, 60; pass., Xen. Hell. 6, 2, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dominer ou vaincre sur mer.
Étymologie: ναυκράτης.
Russian (Dvoretsky)
ναυκρᾰτέω: одерживать победу на море, иметь перевес в военно-морских силах Thuc.: διὰ τὸ ναυκρατεῖσθαι Xen. вследствие слабости (своих) морских сил.
Greek (Liddell-Scott)
ναυκρᾰτέω: ἔχω τὸ κράτος ἐν τῇ θαλάσσῃ, εἶμαι θαλασσοκράτωρ, Θουκ. 7. 60. - Παθ., θαλασσοκρατοῦμαι, ἡττῶμαι κατὰ θάλασσαν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 8.
Greek Monotonic
ναυκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, είμαι κυρίαρχος των θαλασσών, είμαι θαλασσοκράτορας, σε Θουκ. — Παθ., θαλασσοκρατούμαι, φαίνομαι υποδεέστερος στη θάλασσα, ηττώμαι σε ναυμαχία, σε Ξεν.
Middle Liddell
ναυκρᾰτέω, fut. -ήσω
to be master of the sea, Thuc.:— Pass. to be mastered at sea, Xen. [from νᾰυκράτης]
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=εἶμαι θαλασσοκράτορας). Παρασύνθετο ἀπό τό ναυκράτης καί ναυκράτωρ (ναῦς + κρατῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα κρατῶ καί στή λέξη ναῦς.