παρωρείτης: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρ-ωρείτης, ου, ὁ, [[ὄρος]] [[mons]]]<br />a mountaineer, Anth.
|mdlsjtxt=παρ-ωρείτης, ου, ὁ, [[ὄρος]] [[mons]]]<br />a mountaineer, Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὀρεινός]], [[κάτοικος]] πλαγιᾶς βουνοῦ). Ἀπό τό [[παρά]] + [[ὄρος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωρείτης Medium diacritics: παρωρείτης Low diacritics: παρωρείτης Capitals: ΠΑΡΩΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: parōreítēs Transliteration B: parōreitēs Transliteration C: paroreitis Beta Code: parwrei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, mountaineer, Πάν APl.4.235 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 530] ὁ, der neben einem Berge Wohnende, Gebirgsanwohner, Πάν, Apollnds 10 (Plan. 235).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui réside près des montagnes.
Étymologie: παρώρεια.

Greek (Liddell-Scott)

παρωρείτης: -ου, ὁ, ὀρεινός, ὁ παρὰ τὰ ὄρη διαιτώμενος, Πὰν Ἀνθ. Πλαν. 235.

Greek Monolingual

ο, Α παρώρεια
αυτός που κατοικεί ή συχνάζει στις πλαγιές τών βουνών.

Greek Monotonic

παρωρείτης: -ου, ὁ (ὄρος, Λατ. mons), ορεσίβιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

παρ-ωρείτης, ου, ὁ, ὄρος mons]
a mountaineer, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=ὀρεινός, κάτοικος πλαγιᾶς βουνοῦ). Ἀπό τό παρά + ὄρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.