ραχία: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ιων. τ. [[ῥηχίη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[θάλασσα]] που φουσκώνει και σπάει στην [[ακτή]] (α. «[[ῥηχίη]] δ' ἐν αὐτῷ καὶ [[ἄμπωτις]] ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην γίνεται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῡ πάθεος [[γενέσθαι]]», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> ο [[συνεχής]] [[χτύπος]] τών κυμάτων στην [[ακτή]], ο [[ρόχθος]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχλο) [[θόρυβος]], [[πάταγος]], [[οχλοβοή]] (α. «ραχίαν ποιοῦν
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ιων. τ. [[ῥηχίη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[θάλασσα]] που φουσκώνει και σπάει στην [[ακτή]] (α. «[[ῥηχίη]] δ' ἐν αὐτῷ καὶ [[ἄμπωτις]] ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην γίνεται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῦ πάθεος [[γενέσθαι]]», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> ο [[συνεχής]] [[χτύπος]] τών κυμάτων στην [[ακτή]], ο [[ρόχθος]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχλο) [[θόρυβος]], [[πάταγος]], [[οχλοβοή]] (α. «ραχίαν ποιοῦν
τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)<br /><b>4.</b> απότομη, [[βραχώδης]] [[ακτή]], στην οποία σπάζουν τα κύματα<br />(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακτή]], [[παραλία]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο [[φαφλατάς]] κι από φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]] <b>(Διογ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥαχία]] συνδέεται με το ρ. <i>ῥᾱσσω</i> / <i>ῥᾱττω</i> «[[χτυπώ]], [[προσκρούω]]» και έχει σχηματιστεί [[είτε]] απευθείας από το θ. του ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fράχ</i>-<i>jω</i>, <b>βλ. λ.</b> [[ράσσω]]) με κατάλ. -<i>ία</i> [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος <i>ῥᾶχος</i> «[[χτύπημα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οἰκ</i>-<i>ία</i>: [[οἶκος]], [[ἀντλία]]: [[ἄντλος]])].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α·1. [[ράχη]] βουνού ή λόφου<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ία</i>].
τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)<br /><b>4.</b> απότομη, [[βραχώδης]] [[ακτή]], στην οποία σπάζουν τα κύματα<br />(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακτή]], [[παραλία]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο [[φαφλατάς]] κι από φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]] <b>(Διογ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥαχία]] συνδέεται με το ρ. <i>ῥᾱσσω</i> / <i>ῥᾱττω</i> «[[χτυπώ]], [[προσκρούω]]» και έχει σχηματιστεί [[είτε]] απευθείας από το θ. του ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fράχ</i>-<i>jω</i>, <b>βλ. λ.</b> [[ράσσω]]) με κατάλ. -<i>ία</i> [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος <i>ῥᾶχος</i> «[[χτύπημα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οἰκ</i>-<i>ία</i>: [[οἶκος]], [[ἀντλία]]: [[ἄντλος]])].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α·1. [[ράχη]] βουνού ή λόφου<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ία</i>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=τό σπάσιμο τῶν κυμάτων πάνω στήν [[ἀκτή]], φουσκωνεριά, ράχη). Ἀπό τό [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 14 October 2022

Greek Monolingual

(I)
και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α
1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ' ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ.
β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῦ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ)
2. ο συνεχής χτύπος τών κυμάτων στην ακτή, ο ρόχθος
3. (σχετικά με όχλο) θόρυβος, πάταγος, οχλοβοή (α. «ραχίαν ποιοῦν τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», Πλούτ.
β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)
4. απότομη, βραχώδης ακτή, στην οποία σπάζουν τα κύματα
(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», Αισχύλ.
β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», Στράβ.)
5. ακτή, παραλία
6. παροιμ. φρ. «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο φαφλατάς κι από φουσκωμένη θάλασσα, πολυλογάς, φλύαρος (Διογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥαχία συνδέεται με το ρ. ῥᾱσσω / ῥᾱττω «χτυπώ, προσκρούω» και έχει σχηματιστεί είτε απευθείας από το θ. του ρ. ῥάσσω (πιθ. < Fράχ-, βλ. λ. ράσσω) με κατάλ. -ία είτε μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος ῥᾶχος «χτύπημα» (πρβλ. οἰκ-ία: οἶκος, ἀντλία: ἄντλος)].
(II)
ἡ, Α·1. ράχη βουνού ή λόφου
2. το κάτω μέρος της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. θηλ. -ία].

Mantoulidis Etymological

(=τό σπάσιμο τῶν κυμάτων πάνω στήν ἀκτή, φουσκωνεριά, ράχη). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.