δρυοκολάπτης: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δρυο-κολάπτης, ου, <i>n</i> <i>n</i> <i>n</i> [[κολάπτω]]<br />the woodpecker, Arist. [[δρυκολάπτης]], in Ar. | |mdlsjtxt=δρυο-κολάπτης, ου, <i>n</i> <i>n</i> <i>n</i> [[κολάπτω]]<br />the woodpecker, Arist. [[δρυκολάπτης]], in Ar. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ξυλοφάγος]]). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: [[δρῦς]] + [[κολάπτω]] (=[[σκαλίζω]]). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη [[Δρυάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 14 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, woodpecker, of which Arist. distinguishes four species, the great black, Picus martius, the green, Picus viridis, and the spotted (both greater and less). Picus major and minor, HA593a5, cf. 614b7, Str.5.4.2; = Lat. picus, D.H.1.14:—also δρυκολάπτης, Ar.Av.480,979; δρῠοκόλαψ, Hsch. s.v. ἵπτα (prob. l.); δρῠοκόπος, Arist.PA662b7.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. pájaro carpintero Arist.Mir.831b5, Thphr.HP 9.8.6, D.H.1.14.5, Str.5.4.2, Plu.2.268f, Cyran.3.12.1, varias especies, Arist.HA 593a5, 614b7, cf. tb. δρυκολάπτης.
German (Pape)
[Seite 669] ὁ, Baumhacker, Specht; Arist. H. A. 8, 3; Strab. 5, 4, 2, wo Cas. δρυκολάπτης hat, s. d. W.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.
Russian (Dvoretsky)
δρυοκολάπτης: ου ὁ дятел Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοκολάπτης: -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. τρία εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- ὡσαύτως δρυκολάπτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ δρυοκολάπτης)
πτηνό που τρέφεται με έντομα και κάμπιες τις οποίες ανακαλύπτει κάτω από τον φλοιό τών δέντρων του δάσους.
Greek Monotonic
δρυοκολάπτης: -ου, ὁ (κολάπτω), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.· δρυκολάπτης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
δρυο-κολάπτης, ου, n n n κολάπτω
the woodpecker, Arist. δρυκολάπτης, in Ar.
Mantoulidis Etymological
(=ξυλοφάγος). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: δρῦς + κολάπτω (=σκαλίζω). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη Δρυάς.