δρυοκολάπτης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δρυο-κολάπτης, ου, <i>n</i> <i>n</i> <i>n</i> [[κολάπτω]]<br />the woodpecker, Arist. [[δρυκολάπτης]], in Ar.
|mdlsjtxt=δρυο-κολάπτης, ου, <i>n</i> <i>n</i> <i>n</i> [[κολάπτω]]<br />the woodpecker, Arist. [[δρυκολάπτης]], in Ar.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ξυλοφάγος]]). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: [[δρῦς]] + [[κολάπτω]] (=[[σκαλίζω]]). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη [[Δρυάς]].
}}
}}

Revision as of 14:55, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῠοκολάπτης Medium diacritics: δρυοκολάπτης Low diacritics: δρυοκολάπτης Capitals: ΔΡΥΟΚΟΛΑΠΤΗΣ
Transliteration A: dryokoláptēs Transliteration B: dryokolaptēs Transliteration C: dryokolaptis Beta Code: druokola/pths

English (LSJ)

ου, ὁ, woodpecker, of which Arist. distinguishes four species, the great black, Picus martius, the green, Picus viridis, and the spotted (both greater and less). Picus major and minor, HA593a5, cf. 614b7, Str.5.4.2; = Lat. picus, D.H.1.14:—also δρυκολάπτης, Ar.Av.480,979; δρῠοκόλαψ, Hsch. s.v. ἵπτα (prob. l.); δρῠοκόπος, Arist.PA662b7.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ orn. pájaro carpintero Arist.Mir.831b5, Thphr.HP 9.8.6, D.H.1.14.5, Str.5.4.2, Plu.2.268f, Cyran.3.12.1, varias especies, Arist.HA 593a5, 614b7, cf. tb. δρυκολάπτης.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, Baumhacker, Specht; Arist. H. A. 8, 3; Strab. 5, 4, 2, wo Cas. δρυκολάπτης hat, s. d. W.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.

Russian (Dvoretsky)

δρυοκολάπτης: ου ὁ дятел Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοκολάπτης: -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. τρία εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- ὡσαύτως δρυκολάπτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ δρυοκολάπτης)
πτηνό που τρέφεται με έντομα και κάμπιες τις οποίες ανακαλύπτει κάτω από τον φλοιό τών δέντρων του δάσους.

Greek Monotonic

δρυοκολάπτης: -ου, ὁ (κολάπτω), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.· δρυκολάπτης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

δρυο-κολάπτης, ου, n n n κολάπτω
the woodpecker, Arist. δρυκολάπτης, in Ar.

Mantoulidis Etymological

(=ξυλοφάγος). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: δρῦς + κολάπτω (=σκαλίζω). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη Δρυάς.