φασίολος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φασήολος]] και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και [[φάσουλος]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της τάξης [[φαβώδη]], [[καθώς]] και [[λόγια]] [[ονομασία]] της φασολιάς και του καρπού της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>phaseolus</i> / <i>phassiolus</i>, υποκορ. του λατ. <i>phas</i><i>ē</i><i>lus</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάσηλος]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[φασήολος]] και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και [[φάσουλος]] Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της τάξης [[φαβώδη]], [[καθώς]] και [[λόγια]] [[ονομασία]] της φασολιάς και του καρπού της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>phaseolus</i> / <i>phassiolus</i>, υποκορ. του λατ. <i>phas</i><i>ē</i><i>lus</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάσηλος]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[φάσηλος]] (=φασούλι). Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του.
}}
}}

Revision as of 15:20, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰσίολος Medium diacritics: φασίολος Low diacritics: φασίολος Capitals: ΦΑΣΙΟΛΟΣ
Transliteration A: phasíolos Transliteration B: phasiolos Transliteration C: fasiolos Beta Code: fasi/olos

English (LSJ)

ὁ, = φάσηλος 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος Edict.Diocl.1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος Hippiatr.130,134.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, = φάσηλος, Ath. II, 56 a.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰσίολος: ὁ, = φάσηλος, ὅ ἴδε.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία της φασολιάς και του καρπού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / phassiolus, υποκορ. του λατ. phasēlus < φάσηλος.

Mantoulidis Etymological

φάσηλος (=φασούλι). Αἰγυπτιακή ἡ προέλευσή του.