κακηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.
|elnltext=κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=βριστικός, πού κακολογεῖ). Ἀπό τό [[κακῶς]] + [[ἀγορεύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[κακηγόρος]]: [[κακηγορία]] (=[[κακολογία]]), κακηγορίας [[δίκη]] (=[[ἀγωγή]] γιά δυσφήμιση), κακηγορῶ (=κακολογῶ).
}}
}}

Revision as of 15:50, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακηγόρος Medium diacritics: κακηγόρος Low diacritics: κακηγόρος Capitals: ΚΑΚΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: kakēgóros Transliteration B: kakēgoros Transliteration C: kakigoros Beta Code: kakhgo/ros

English (LSJ)

ον, Doric κακαγόρος, (< ἀγορεύω) evil-speaking, abusive, slanderous, Pi. O. 1.53; γλῶττα Pl. Phdr. 254e; κ. τινος abusive of one, Ath. 5.220a; Comp. κακηγορίστερος Pherecr. 96; Sup. -ίστατος Ecphant. 5. Adv. -ρως Poll. 8.81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle mal de, médisant, diffamateur.
Étymologie: κακός, ἀγορεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, ὑβριστικός, ὀνειδιστικός, Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· γλῶττα Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Η΄, 81.

Greek Monolingual

κακηγόρος και δωρ. τ. κακαγόρος, -ον (Α)
αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ-ηγόρος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.

Mantoulidis Etymological

(=βριστικός, πού κακολογεῖ). Ἀπό τό κακῶς + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κακηγόρος: κακηγορία (=κακολογία), κακηγορίας δίκη (=ἀγωγή γιά δυσφήμιση), κακηγορῶ (=κακολογῶ).