ἀπέρατος: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀπέρατος]], -ον [[περώ]]<br />αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει [[κανείς]], [[αδιάβατος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀπέρατος]], -ον (Α) [[περατώ]]<br />ατελείωτος, [[απέραντος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀπέρατος]], -ον [[περώ]]<br />αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει [[κανείς]], [[αδιάβατος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀπέρατος]], -ον (Α) [[περατώ]]<br />ατελείωτος, [[απέραντος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[ilimitado]] de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε ... ἅγιε, ἅγιε, ἀπέρατε, ἀπέρατε <b class="b3">te invoco a ti, sagrado, sagrado, ilimitado, ilimitado</b> P LXXVII 17
}}
}}

Revision as of 15:29, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρᾱτος Medium diacritics: ἀπέρατος Low diacritics: απέρατος Capitals: ΑΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: apératos Transliteration B: aperatos Transliteration C: aperatos Beta Code: a)pe/ratos

English (LSJ)

ον, (περάω) A not to be crossed or passed, ποταμός Plu.2.326e, Luc.VH2.30: metaph., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀ. A.Supp.1049.
ἀπέρᾰτος, ον, (πέρας) A boundless, Ph.1.554, al.; v.l. for ἀπέραντος in Pl.Tht.147c (Anon.in Tht.23.48), Sch.Ar.Nu.3.

Spanish (DGE)

(ἀπέρᾱτος) -ον
1 fig. impenetrable φρήν A.Supp.1049.
2 invadeable ποταμοί Plu.2.326e.
-ον
ilimitado, infinito μεγέθη Epicur.(?) en Rh.Mus.62.124, αἰών Ph.1.554, φλόξ Ph.1.452, cf. PHarris 55.17, 18 (II d.C.), Sch.Ar.Nu.3, Hsch.

German (Pape)

[Seite 287] undurchdringlich, Διὸς φρήν Aesch. Suppl. 1035; ποταμός, über den man nicht übersetzen kann, Luc. V. H. 2, 30 Plut. de Alex. fort. 1, 1. In der Bdtg unendlich zw.; Ar. Nubb. 3 ist ἀπέραντον die richtige Lesart.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qu’on ne peut traverser ; fig. impénétrable.
Étymologie: , περάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρᾱτος:
1) непереходимый (ποταμός Plut., Luc.);
2) непроницаемый, неисповедимый (Διὸς φρήν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρᾱτος: -ον, (περάω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ περάσῃ ἢ διέλθῃ, ποταμὸς Πλούτ. 2. 326Ε, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 58: μεταφ., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀπέρατος Αἰσχύλ. Ἱκ. 1049.

Greek Monolingual

(I)
ἀπέρατος, -ον περώ
αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς, αδιάβατος.
(II)
ἀπέρατος, -ον (Α) περατώ
ατελείωτος, απέραντος.

Léxico de magia

-ον ilimitado de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε ... ἅγιε, ἅγιε, ἀπέρατε, ἀπέρατε te invoco a ti, sagrado, sagrado, ilimitado, ilimitado P LXXVII 17