χαμαίμηλον: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊 | |trtx=ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊 | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό bot. [[camomila]] oculta bajo nombre secreto (στῆρ) ἀπὸ κοιλίας· χ. <b class="b3">grasa del vientre es camomila</b> P XII 443 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 October 2022
English (LSJ)
τό,
A earth-apple, camomile, chamomile, Orph.A.921.
2 = ἀνθεμὶς λευκή, Dsc.3.137, Plin.HN22.53.
3 = παρθένιον, Ps.-Dsc.3.138.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίμηλον: τό, φυτὸν καὶ ἄνθος, «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26.
Spanish
Greek Monolingual
το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών chamomilla, παλαιότερα ματρικάρια, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης φαβώδη
2. είδος αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες
3. φρ. «άγριο χαμομήλι» ή, απλώς, «αγριοχαμομήλι»
βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών του γένους ανθεμίς και, ιδίως, του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα άνθη του οποίου χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χαμαίμηλον, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. χαμομήλιον].
Translations
ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊
Léxico de magia
τό bot. camomila oculta bajo nombre secreto (στῆρ) ἀπὸ κοιλίας· χ. grasa del vientre es camomila P XII 443