Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαμπαδοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λαμπᾰδ-οῦχος, ον [ἔχω]<br />[[torch]]-[[carrying]], [[bright]]-[[beaming]], Eur.
|mdlsjtxt=λαμπᾰδ-οῦχος, ον [ἔχω]<br />[[torch]]-[[carrying]], [[bright]]-[[beaming]], Eur.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον [[portador de antorcha]] de Eros σύ ... ἀϊδῆ, ἀσώματε, οἰστρογενέτωρ, τοξότα, λαμπαδοῦχε <b class="b3">tú, invisible, incorpóreo, engendrador de locura, arquero, portador de antorcha</b> P IV 1778
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπαδοῦχος Medium diacritics: λαμπαδοῦχος Low diacritics: λαμπαδούχος Capitals: ΛΑΜΠΑΔΟΥΧΟΣ
Transliteration A: lampadoûchos Transliteration B: lampadouchos Transliteration C: lampadouchos Beta Code: lampadou=xos

English (LSJ)

ον, torch-carrying, bright-beaming, ἁμέρα E. IA 1506 (lyr.); λ. δρόμος, λ. ἀγών, = λαμπαδηφορία, Lyc. 734, Sch. Ar. Ra. 131.

German (Pape)

[Seite 12] eine Fackel haltend, tragend, ἁμέρα, vom Hochzeitstage, Eur. l. A. 1505; ἀγών, Fackelwettlauf, gehol. Ar. Ran. 131, wie δρόμος, Lycophr. 734.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui montre une flamme ; λαμπαδοῦχος ἁμέρα EUR flambeau du jour.
Étymologie: λαμπάς, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

λαμπᾰδοῦχος: факелоносный, факельный, т. е. свадебный, брачный (ἁμέρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, λαμπρός, ἡμέρα Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. δρόμος Λυκόφρ. 734· - ἐντεῦθεν λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ φέρω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ.

Spanish

portador de antorcha

Greek Monolingual

λαμπαδοῦχος, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που λάμπει, λαμπρός («λαμπαδοῦχος ἁμέρα Διός τε φέγγος», Ευρ.)
2. φρ. «λαμπαδοῦχος ἀγών» — λαμπαδηφορία.

Greek Monotonic

λαμπᾰδοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που έχει λαμπάδα, αυτός που λάμπει, λαμπρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

λαμπᾰδ-οῦχος, ον [ἔχω]
torch-carrying, bright-beaming, Eur.

Léxico de magia

-ον portador de antorcha de Eros σύ ... ἀϊδῆ, ἀσώματε, οἰστρογενέτωρ, τοξότα, λαμπαδοῦχε tú, invisible, incorpóreo, engendrador de locura, arquero, portador de antorcha P IV 1778